Κείμενα

Σάββας Πετράκης. Στο Ρουμπίνα Σαρελάκου. Πειραιάς: Νομαρχία Πειραιά, 2010.

Η Ρουμπίνα Σαρελάκου καλλιέργησε μια σχέση με τη Κρήτη και τους ανθρώπους της που διακρίνεται για την αυθεντικότητα, την οξυδέρκεια και την ειλικρίνεια της. Αγνοεί το ψευτοφολκλόρ και την ευκαιριακότητα, απορρίπτει τον βερμπαλισμό της κατανάλω¬σης, δεν υποκρύπτει δεύτερες σκέψεις,
Οι μορφές από την Ανατολική Κρήτη που φιλοτέχνησε μίλησαν στη ψυχή της από την πρώτη στιγμή που ήρθε σ’ επαφή μαζί τους και ταυτίστηκαν με το καλλιτεχνικό της αίσθημα. Τα πρόσωπα αυτά, ως επί το πλείστον, αντιπροσωπεύουν τον κόσμο και το ήθος που η καλλιτέχνις με πηγαίο τρόπο και καθαρή ματιά έχει καθορίσει για τον άνθρωπο.

Με επιμονή, αφοσίωση και εμφανή αγωνία, τώρα και πέντε χρόνια κάνει δικό της βίωμα τη ζωή, τους ρόλους και τις συμπερι¬φορές των προσώπων των έργων της. Αρκετοί από αυτούς ανήκουν στο χώρο των λαϊκών καλλιτεχνών της Κρήτης. Δεν έχει σημασία αν κάποιοι τυχαίνει να είναι ευρύτερα γνωστοί υπό την καλλιτεχνική τους ιδιότητα η Ρουμπίνα μας έχει πείσει ότι εξίσου θα τη συγκινούσαν και το ίδιο διαμέτρημα και μέγεθος θα είχαν για κείνη αν έκανε την γνωριμία και τριάντα χρόνια πριν, τότε που όλοι τους έπαιζαν μεν σημαντικό ρόλο για τον πολιτισμό της Κρήτης αλλά δεν ήταν διάσημοι.

Αντικρίζοντας τα έργα της Ρουμπίνας νοιώθω να με κυριεύει το ευχάριστο συναίσθημα που με κυριεύει κάθε φορά που θα βρεθώ και θα ζήσω κοντά σε τόπους και πρόσωπα ιδιαίτερα προσφιλή μου. Mε συγκίνηση ανακαλύπτω άγνωστα αλλά σημαντικά χαρακτηριστικά ενός κόσμου που επικοινωνεί με την αλήθεια των πραγματικών αξιών της ίδιας της ζωής κι έχει την ομορφιά της. Μιας αλήθειας, που η σύγχυση των ημερών μας λες και έχει βάλει στόχο να την εξαφανίσει μαζί με την ελπίδα για άλλες χαρές,,.
Οι δημιουργίες της Ρουμπίνας με κάνουν να αναθιβάλω τον πλούτο και την πολιτισμική αυτάρκεια του τόπου μου σε παλαιότε¬ρες εποχές. Και φυσικά μου υπενθυμίζουν ότι η ρήση του Μίνω Δούνια “ή τέχνη στη ζωή είναι παρηγοριά είναι ξεκούραση” είναι παρά ποτέ επίκαιρη.
Ρουμπίνα σ’ ευχαριστώ.

Άννα Δερέκα. Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία, Ιωάννινα, 10 Μαΐου 2010. (Ομιλία).

Ήταν ωραίο εκείνο το καλοκαίρι. Σε ένα ορεινό χωριό της Κρήτης έμεινα 20 μέρες σερί, με μικρούς εκτροχιασμούς στα Χανιά, που απλώς με μπέρδευαν.
Μπάνιο σε μια καντίνα που κόλλησε στα σέβεντις, διάβασμα, καθαρό χωριάτικο φαΐ, φίλοι. Επίσης φεγγάρι, δροσιά και γρύλλοι. Όχι αηδόνια.

Δεν σκέφτηκα σχεδόν καθόλου τις δουλειές. Δεν είχα μυαλό για πένθος και αγωνίες. Δύο νύχτες ήρθαν στο χωριό λυράρηδες, πλακώθηκαν στις τσικουδιές και τις ουσίες και το χάραμα κατέληγαν σε ένα άγριο και τελετουργικό τρανς, με ελλειπτικές δοξαριές και φωνήεντα μακρόσυρτα, βαθιά και τρεμάμενα που έβγαιναν κατευθείαν από το πηγάδι του θεάτρου Νο.

Οι Κρητικοί είναι παράξενη φάρα! Σε ξενίζει το κόλλημα που έχουν με ένα είδος επιδεικτικής, σχεδόν επιθετικής αρρενωπότητας, ιδίως αν ξέρεις ότι ο αληθινός ανδρισμός είναι χαμηλόφω
νος και ανεκτικός. Την πρώτη φορά που κατέβηκα, θεώρησα ότι όλο το νησί δέρνεται από μια κληρονομική λεβεντοανοησία. Αλλά έκανα λάθος. Η Κρήτη είναι κλειστή και κωδική, όπως τα λίγα αυτόνομα πράγματα που απομένουν στον γιαουρτοποιημένο κόσμο μας.
Έχει κόσμο δικό της, που τον καταλαβαίνεις με την τριβή. Κάθε νέο περιστατικό λύνει έναν παλιό γρίφο. Λάτρεψα την χρονιά εκείνη, αυτό τον τόπο – για το καλό γένος των ανθρώπων του και τη συχνά παράφορη φύση του. Ίσως και κόλλησα. Θα δείξει.

Η Ρουμπίνα λέει: «Η Κρήτη δεν είναι ένα νησί που διαβάζεται, περπατιέται, συζητιέται ή που
ακούς ιστορίες και νομίζεις ότι την ξέρεις. Είναι ένας τόπος που βιώνεται. Και με το όποιο κόστος. Όπως υπάρχουν ψηλά βουνά, υπάρχουν και βαθιές χαράδρες».

Ένα μικρό χαρτάκι στην εξώπορτά μου, με οδήγησε πριν μέρες στο ταχυδρομείο. Στον βαρύ φάκελο αναγνώρισα τον γραφικό χαρακτήρα της Ρουμπίνας. «Το Ρουμπινάκι» μονολόγησα
«κάνει έκθεση και μου στέλνει τον κατάλογο. Από τους πρώτους θάμαι» χάρηκα, και βάδισα προς την Μιχαήλ Αγγέλου για το σπίτι.

Είναι αδιανόητο το πόσο η ζωή μας κυβερνάται απ’ την τύχη. Στρίβεις μια γωνία και όλα όσα θεωρείς σωστά είναι λάθος. Όσα ήταν οι σταθερές σου δεν ισχύουν πια. Όσα έχεις, όσοι αγαπάς, ό,τι νόμιζες – όλα καπνός. Όσο κι αν προσπαθείς να ακινητοποιήσεις την ασφάλεια και τις μικρές σου ευτυχίες, γλιστρούν, συχνά ανατρέπονται βιαίως.

Γι’ αυτό το μόνο που μπορείς να θες, είναι λίγες στιγμές χαράς, όταν υπάρχουν. Να τις αναγνωρίζεις όταν έρχονται (ως κάτι όχι αυτονόητο) – και να τις χαίρεσαι. Μόνη σου, αλλά κυρίως μαζί με κάποιον άλλον. Χαρά που τη μοιράζεσαι είναι διπλή χαρά.

«Θα μιλήσεις για μένα, για το έργο μου, στην έκθεσή μου;» με ρώτησε η Ρουμπίνα στο τηλέφωνο. «Αχ Ρουμπινάκι! Όταν κάθομαι να γράψω, ειδικά για φίλους, είναι σαν να παίζω πόκα. Θα προσπαθήσω όμως.»

Κράταγα τον βαρύ φάκελο στο στήθος μου και πέρασα μπροστά από το παλιό Οικονομικό Γυμνάσιο.

Τι είναι αυτή η χαρά; Για τον καθένα κάτι άλλο: η υγιής καρδιά που σπρώχνει το αίμα νυχθημερόν, χαρούμενη, αριστερά δεξιά… Η πλάτη της αγάπης σου που ανεβοκατεβαίνει πλάι, μια νύχτα αϋπνίας… Ένα ταξίδι, ένα πρότζεκτ που διεκπεραιώθηκε, το χάσιμο μέσα στην τέχνη, τα γέλια των φίλων, μια Κυριακή στο σπίτι με βιβλία και να βρέχει, χειρονομίες αγάπης που μόνο εσύ τις ξέρεις…. Ο τσιμπητός αέρας στο βουνό πριν ξημερώσει, το σώμα στο νερό του ελληνικού καλοκαιριού…

Κάθε άνθρωπος άλλη ατζέντα, καθένας άλλο ευαγγέλιο. Όλα μαζί και χώρια. Υπό μία προϋπόθεση: σημασία έχει ν’ αγαπάς.

Η αγάπη είναι το υπέρτατο συναίσθημα, η κορυφαία ανθρώπινη κίνηση. Χρειάζεται μια καθαρότητα παλιά, αρχαία, εσωτερική – που μέσα στον σκοτωμένο κόσμο της αρπαχτής του
νέου πλούτου είναι υπερβολικά δύσκολο να υπάρξει.

Αυτό είναι γιορτή για μένα. Οι στιγμές που ισορροπούν μεταξύ χάους και θανάτου. Σε ένα λεπτό σκοινί. Όσο αντέξει. Όσο αντέξουμε.

Μου εξομολογήθηκε η Ρουμπίνα «Γνώρισα σιγά – σιγά αξιόλογους ανθρώπους στην Κρήτη, που τους αγάπησα πολύ, που έζησα το πάθος τους, που έζησα την τρέλα τους, που έζησα την ομορφιά τους. Παρέα μ’ αυτούς γνώρισα και την Κρήτη» κι αλλού μου λέει: «Οι κύκλοι των ταξιδιών μου έχουν σχέση με την τέχνη, την μουσική, τον έρωτα, την αγάπη, την ποιότητα. Όλοι μας το κάνουμε αυτό το ταξίδι, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Αναζήτηση στα ταξίδια είναι, να βρούμε κομμάτια του εαυτού μας».

Έχει δίκιο η Ρουμπίνα. Ταξίδι σημαίνει ο κάθε δρόμος που σε πηγαίνει στην άκρη του εαυτού σου. Πώς το λέει ο Πεσόα; «Γύρισα όλο τον κόσμο και δεν αντίκρισα παρά τη θαμπή απομίμηση αυτών που είδα χωρίς να ταξιδέψω». Κι εγώ λέω: Όταν ταξιδεύεις συσχετίζεις πράγματα και δεν τρελαίνεσαι, δεν ψωνίζεσαι. Κάτω από άλλα δέρματα κι άλλες συνήθειες βλέπεις την ίδια τραγωδία – κι έτσι αισθάνεσαι ταπεινός με μεγαλειώδη τρόπο.

Ρουμπίνα Σαρελάκου: «Κρήτη ένα άλλο ταξίδι.. μέσα από την εικαστική ματιά της»

Η ζωγραφική της Ρουμπίνας είναι σπαράγματα ενός έπους, που θα ήταν μάταιο να γραφεί, πασχίζοντας να αρτιώσει τη συμπαγή εικόνα ενός κόσμου, ο οποίος κατάφερε με κόπο να
κατακτήσει την αλήθεια της ατέλειάς του.

Η ζωγραφική της Ρουμπίνας είναι σπαράγματα ενός έπους, που θα ήταν μάταιο να γραφεί. Τουλάχιστον όχι από εμένα. Απόψεις, απόψεις… και τόσο λίγο νόημα! Όσο περνούν τα χρόνια, τόσο ρέπω προς το «μ’ αρέσει / δεν μ’ αρέσει», παρά προς το «αυτό είναι καλό
/ αυτό είναι κακό». Δεν κάνω την ταπεινούλα, αλλά ειλικρινώς δεν αισθάνομαι ότι έχω το εύρος της συναισθηματικής γνώσης να κρίνω όλα τα έργα τέχνης με το ωραίο θράσος που διακρίνω στους Νεοέλληνες. Θράσος που εξερράγη και μέσω των μπλογκ και της ψευδαίσθησης δυνάμεως που προσφέρουν. Νομίζω ότι ο τρόπος που κρίνουμε τα έργα
τέχνης (βιαστικά, μαζικά, επιπόλαια) κάνει μια ήδη επισφαλή ετυμηγορία επισφαλέστερη. Χρειάζεται χρόνο το βλέμμα για να διαπεράσει τη συνείδηση και να της δώσει ένα μήνυμα δοκιμασμένο και αισθηματικά – ε, αυτόν τον χρόνο εγώ τουλάχιστον δεν τον έχω και
αμφιβάλλω αν τον έχουν οι φρενήρεις κριτικοί που τσουβαλιάζονται στα media. Για τα εικαστικά οι παρεξηγήσεις είναι καθεστώς. Θέλει χρόνο και ρίσκο το καινούριο για να εγκαθιδρυθεί. Το χαρακτηρίζω όμως κάτι πάντα: μπαίνει και σφηνώνεται στο μυαλό ακόμα κι εκείνων που το σιχαίνονται. Έχεις αναλογιστεί σε πόσα εγκαίνια έχεις πάει και μετά δεν άνοιξες το στόμα σου ούτε για να χασμουρηθεί;

Για την Ρουμπίνα, θέλησα να μιλήσω, γιατί συχνά νιώθω λες και είναι πλάσμα της φαντασίας μου, ένα καλό όνειρο σε παράλληλο σύμπαν. Και αισθάνθηκα την ανάγκη να γράψω γι’ αυτήν μπας και πείσω τον εαυτό μου κυρίως, ότι τελικά, αυτό το αεράκι που λέει ο Κ.Ρ., όντως υπάρχει στ’ αλήθεια.

Η ποίηση της Ρουμπίνας στηρίζεται πρώτα πρώτα στη φωνή της ζωγράφου και έπειτα στη φωνή του ζωγραφήματος. Από εδώ και η αίσθηση ενός έπους, σπαράγματα του οποίου διαβάζουμε σε κάθε επιμέρους έργο της.

Η φωνή της Ρουμπίνας δεν χρειάζεται Περσόνα. Πραγματοποιεί την τελετή μύησης του ποιήματος – ζωγραφήματος με τον τρόπο του σοβαρά απασχολημένου σύγχρονου οικοδόμου, στην τελετουργία της αρχαϊκής ερωτικής τακτοποίησης των εργαλείων.

Μ’ αυτά τα εργαλεία έφτιαξε τα έργα, την έκθεση το λεύκωμα. Και είναι σαν να τα αποτύπωσε τα χρόνια της αθωότητας! Τι αριστούργημα! Χρόνια που τα ‘ζησα αχνάκι εγώ–και όσο μεγαλώνω επανέρχομαι από μια δεξαμενή, βυθισμένη κάπου.
Οι άνθρωποι της Ρουμπίνας άντεξαν στο ξεθώριασμα. Άνθρωποι του τότε, που είχαν πιο διακριτά τα μέλη τους –κεφάλι, σώμα, χέρια, πόδια. Θαυμάζω τις στάσεις του κορμιού τους (αβίαστες, «φυσικές»), θαυμάζω τα βλέμματα, θαυμάζω κυρίως τα δάχτυλα, τους σβέρκους.
Γιατί τώρα οι άνθρωποι είναι ένα «πράγμα» χυτό, λικνιστικό, αδιαμόρφωτο. Τα μέλη τους είναι σαν ανιστόρητα, σαν ψεύτικα! Ίσως διότι κάνουν διστακτικότερες χειρονομίες – δεν είναι
χέρια που θέλουν να πιάσουν άλλα χέρια…

Έπειτα μου φαίνεται ότι οι απλοί άνθρωποι ήξεραν τότε να χαίρονται και να διασκεδάζουν περισσότερο από τους σημερινούς! Το βλέπω στα πρόσωπα της Ρουμπίνας, αλλά το θυμάμαι καθαρά και στον τόπο μου. Υπήρχε πενιχρότητα για τους πολλούς, ακόμα και
πείνα, αλλά το βράδυ όλοι τραγουδούσαν. Λίγο κρασί και…

Τέτοια ξεγνοιασιά και κατάφαση προς τη ζωή βρήκα αργότερα μόνο σε ελάχιστους φιλοσοφημένους ανθρώπους.

Υπάρχει εξήγηση: Σήμερα οι φτωχοί δεν έχουν κόσμο μέσα τους. Τον έχει γδύσει η τηλεόραση. Δεν έχουν κουμάντο, δεν έχουν μέτρο, ούτε γείωση: τους έχει όλους διαλύσει ο φθόνος της γκλαμουριάς. Θέλουν να διασκεδάζουν όπως οι πλούσιοι, κι αυτό τους σέρνει σε συμπεριφορές γελοίες κι ένα είδος χαράς άχαρης. Σήμερα οι φτωχοί έχουν χάσει το τρομερό προνόμιο της απλότητας – που η ρίζα της είναι βαθιά, αρχαία, φτάνει στις πηγές της ελληνικές σκέψης. Είναι μέσα κι έξω σκυλεμένοι, ανερμάτιστοι, η ρίζα τους κρυμμένη, τα φοβερά εικονίσματα ξεκρεμασμένα στην αντιπαροχή.

Ενώ στο έργο της Ρουμπίνας διακρίνεις κάτι αρχοντικό, υπάρχει έρμα, κέντρο, εσωτερική ζωή, άνθρωποι ανθρωπένιοι – το αίμα έχει χαρά στις φλέβες.

Και κάτι άλλο, η σάρκα γίνεται αναβαθμός ενός ποιητικού αισθήματος. Υπάρχει μια μικρής ολκής συντριβή γύρω απ’ τα πρόσωπα. Και εισάγει την Ρουμπίνα στον παράδεισο της τέχνης. Γιατί είναι χαρακτηριστικό της τέχνης να βάζει νύξεις θρήνου στη γιορτή – και αντιστρόφως.

Μου μίλησε η Ρουμπίνα για τους λυράρηδες που ζωγράφισε, λέγοντας πως τα μάτια τους, παρόλη την γιορτή, ήταν σχεδόν πάντα μελαγχολικά.

Αυτοί είναι οι δύο λόγοι που κάνουν την έκθεση και το λεύκωμα σπουδαία: Ιστορεί μια φάση των Ελλήνων, που ήταν μετρημένη, αυθόρμητη και απονήρευτη και από μια άποψη πιο ξέγνοιαστη από τα χρόνια που ακολούθησαν. Αργότερα, οι Έλληνες κέρδισαν πολλά
αλλά, χάνοντας το βασικό!

Η περίπτωση της Ρουμπίνας δεν παύει να μας θυμίζει ότι η δουλειά μας, πέρα από την όποια μεθοδικότητα, θεωρητική υποδομή και πειθαρχία της, είναι – θα ήταν καλό να είναι – και υπόθεση πάθους.
Είδα την έκθεση της Ρουμπίνας, στο στήσιμό της στην Ακαδημία. Επιτέλους! Να δούμε την δουλειά αυτών που κάπως μας καταλαβαίνουν και συνοδοιπορούν στο μουγκό ταξίδι μας.

Βγήκαμε μετά, μια παρέα, να φάμε και να το γιορτάσουμε, και την καμάρωνα στην κεφαλή του τραπεζιού – πώς μπορούν μερικοί άνθρωποι να σηκώνονται πάνω από το γενικό σύρσιμο, τις σαχλές μόδες, την αγραμματοσύνη και τη μικροπρέπεια της φάρας! Ναι,
η σπουδαία αυτή περίπτωση είναι φίλη μου, αλλά ο σεβασμός και η εκτίμηση που έχω είναι εντελώς ξεχωριστό πράγμα.

Μου αρέσουν όλα πάνω της. Ο τρόπος που μιλά, οι χειρονομίες της, τα μαλλιά της, τα μάτια της – χωρίς ένταση, χωρίς υπονοούμενα κι όμως επικίνδυνα. Δουλεύει χαμηλά κι έχει αφαιμάξει τις λέξεις από κάθε δραματικότητα. Δουλεύει όπως ένας αφοσιωμένος σολίστ το τσέλο του, για να γίνει η δουλειά, να τελεστεί η μαγεία.

Μ’ αρέσει η Ρουμπίνα Σαρελάκου – ζωγραφίζει με σκόνη μαργαριταριών! Άλλοι θέλουν να κλείσουν αρμονικά έναν κύκλο, άλλοι θέλουν να τον ανοίξουν και να τον κάνουν μια ευθεία
γραμμή. Είναι θέμα γούστου ή αντοχής. Δεν το ψάχνω.

Όπως στοχάστηκε πολύ πριν από σένα κι από μένα ο Ηράκλειτος. «Ενώ μπαίνουμε στα ίδια ποτάμια, τρέχει συνεχώς διαφορετικό νερό. Δεν μπορείς ν’ αγγίξεις δύο φορές τη φθαρτή
ουσία στην ίδια κατάσταση, γιατί αυτή με την ορμή και την ταχύτητα που αλλάζει σκορπίζει και πάλι μαζεύει, πλησιάζει και φεύγει».

Γράφει ο Κ. Ρόκος για την Ρουμπίνα: «Έχω την τύχη να βιώνω, κάθε φορά, το πάθος της για
κύκλους ονειρεμένων ταξιδιών». Και σκέφτομαι τα λόγια του αγίου Κυριακού του ναχωρητού πού προτρέπει: «Ή φεύγον φεύγε / Ή έμπαιζον έμπαιζε / Τον μάταιον και απατεώνα κόσμον τούτο». Να δρας ή να αποσύρεσαι; Ένα παλιό φιλοσοφικό ερώτημα.

Αν κρίνω από μένα (αφού κανενός άλλου δεν μπορώ να δω τα σωθικά) υπάρχει μέσα στον άνθρωπο διαρκώς μια πάλη: ανάμεσα στη δράση και την απόσυρση. Όταν βγαίνεις από ένα
μακροβούτι και σε χτυπάει ο ήλιος κατακούτελα, πραγματικά αναρωτιέσαι ποιος είναι ο λόγος που χάνεις τη ζωή σου σε χλομά γραφεία.

«Η Ρουμπίνα» γράφει ο Κυριάκος «καμωμένη απ’ τη στόφα των παλιών περιηγητών καταγράφει με τα πιο ταπεινά μέσα όσα φευγαλέα περνάν από μπροστά της»: Παρίσι, Ινδία,
Αργεντινή, Κρήτη, Μπουτάν στα Ιμαλάϊα.

Μια φίλη, το Ρουμπινάκι μας, ταξιδεύει αλλιώτικα από εμάς. Υπάρχουν, λοιπόν, άνθρωποι της γενιάς μου, της γενιάς της Μαντόνα, που ξεχωρίζουν το διαρκές από το στιγμιαίο και το
ανθρώπινο από το κτηνώδες;

Μ’ αρέσει και μένα να ταξιδεύω όπως τα στρουθία του ουρανού, να διασχίζω με αμεριμνησία τον κόσμο. Αν έχει δίκιο ο Μπρους Τσάτουϊν στην «Ανατομία του Αεικίνητου», ή πιο ανήμερη τάση μέσα στον άνθρωπο είναι η περιπλάνηση. Να πετάει το κλειδί κάτω από την πόρτα και να εξαφανίζεται. Σαν αποδημητικό πουλί, σαν αντανάκλαση ενός άλλου εαυτού. Το είχε πει και ο Πασκάλ, στις μαύρες ώρες του: «Η φύση μας είναι στην κίνηση… Το μόνο πράγμα που μας βγάζει από τη δυστυχία είναι η διασκέδαση». Ακόμα και ο ακίνητος αισθητής, ο Προύστ, που συμπύκνωσε τον κόσμο σ’ ένα δωμάτιο και όλες οι νοσταλγίες του χωρέσανε σ’ ένα μονοπάτι με οξυακάνθους, όταν γέρασε και αναισθητοποιήθηκε σχεδόν από την καφεΐνη και το βερονάλ, έπαιρνε σπανίως, ένα ταξί και πήγαινε στην εξοχή να δει «τη σκιά που ρίχνουν οι μηλιές στο ηλιοφώτιστο χώμα.»

Οι εικαστικοί κύκλοι ονειρεμένων ταξιδιών της Ρουμπίνας, προδίδουν την καρδιά της που διψάει για τις ερημιές, τα μονοπάτια των τραγουδιών, την επιλεγμένη ένδεια, τους ήλιους που είναι πάντα νεαροί το χάραμα, τις φυλές με τα’ άγνωστα χαμόγελα, τον ίλιγγο της εναλλαγής.
Διάβαζα το βιογραφικό της, τους κύκλους των ταξιδιών της, την εμμονική διαδρομή της προς τις Ινδίες, και σκεφτόμουν, όλοι εν τέλει έχουμε αδρεναλίνη για κάψιμο, και αναμέτρησα τους πιο ωραίους νομάδες του κόσμου: Τον γλυκό και ανθρωπιστή Ίμπν Μπατούτα, που περπάτησε από την Ταγγέρη ως την Κίνα («έτσι όπως τα πουλιά αφήνουν τη φωλιά τους, έπρεπε να φύγω κι εγώ από την πόλη μου») τον Γουίλφρεντ Θέσιγκερ, που διέσχισε πρώτος με τους βεβουίνους την έρημο της Αιθιοπίας και τον ποιητή Λι Πό που ταξίδεψε για να ανακαλύψει τη «μεγάλη ηρεμία».

Αγαπώ πολύ την Ρουμπίνα Σαρελάκου, γιατί ενώ μεγάλωσε σ’ έναν πολιτισμό που πάνω στην ανθρώπινη δίψα για ταξίδια οικοδόμησε το φαιδρό προϊόν του τουρίστα, αυτή στράφηκε
στην ουσία του νομαδισμού, που είναι φτιαγμένη από τόλμη, ταπεινότητα και μοναξιά. Και το σπουδαιότερο, το μετουσίωσε σε τέχνη.

Κι απέναντι στο εκβιασμένο φαν του οργανωμένου τουρισμού (που είναι κάτι σαν ομαδική υπνοβασία), αυτή παραδέχτηκε αυτό που κινεί τον ταξιδιώτη, από τον ομηρικό Βελλερεφόντη, μέχρι τον Τσε Γκεβάρα και τον Τζακ Κέρουακ: Τη μοναξιά. Και κάτι ακόμη πιο πέρα την μοναξιά του δημιουργού καλλιτέχνη!

«Δεν έχω την ικανότητα να καταλάβω πώς γίνονται όλα αυτά. Αλλά ταξίδι υπάρχει. Χωρίς ταξίδι δεν υπάρχει καλλιτέχνης. Δεν μπορώ παρά να ακολουθήσω το καινούριο. Δεν είμαι
τουρίστας. Κάνω ταξίδια αναζήτησης, όπως αυτά στην Ινδία, για ερωτηματικά και ανησυχίες που έχω. Αλλά, αν δεν υπήρχαν οι Λυράρηδες στην Κρήτη και τα χαμόγελα στο Μπουτάν,
γιατί να ταξιδέψω. Και ένα ταξίδι άλλο, ήταν αυτό μέσα από τα βλέμματα του Λυράρη, του βοσκού, μιας γυναίκας. Μέσα στο ταξίδι όμως, υπάρχει η απόσυρση».

Όσοι έχουν κάνει μεγάλα ταξίδια όπως η Ρουμπίνα, μόνοι βέβαια («σαν να τους τραβολογάνε στους δρόμους οι παλίρροιες»), θα ξέρουν αυτό το παράξενο κράμα από λαχτάρα και μαύρη χολή που αλείφεις στη φρυγανιά σου το χάραμα, σ’ ένα ξενοδοχείο του Κόμο ή του Καΐρου, πριν σε ξαναρουφήξει η έκσταση της φυγής. Ας μην το κρύβουμε όμως, όλοι διψάμε για ουρανό. Για εκείνη την ελαφριά κλίση που παίρνουν τα φτερά όταν, μετά την απογείωση, μπαίνουν στη λεωφόρο του αιθέρα. Για τα μπλε φώτα, όταν φτάνεις αργά τη νύχτα στο αεροδρόμιο μιας πόλης όπου δεν ξέρεις κανέναν. Ο άνθρωπος, για να είναι ζωντανός, πρέπει να μπαίνει σε διαδικασίες κατάκτησης, φόβου, αγωνίας και γενικά να δοκιμάζει τα όριά του. Διαφορετικά η ζωή είναι σούπα. Οι ήρωές μου σήμερα, είναι όσοι προσπαθούν να είναι ελεύθεροι. Και οι ελάχιστοι καλλιτέχνες που προσπαθούν να είναι αγνοί, μέσα σε αυτή την εμπορική καταιγίδα.

Σέβομαι και ζηλεύω την Ρ.Σ. – διότι επέλεξε να ζήσει ανάμεσα στα καλύτερα του κόσμου: Την οικογένειά της, την τέχνη, την αγάπη, τους φίλους, τα ταξίδια.

Να αγαπήσεις τα κύματα, τον άνεμο, τα σύννεφα, το νερό, τα δέντρα και το φεγγάρι. Να μάθεις να τα βλέπεις. Είναι δύσκολο, γιατί σ’ αυτή τη λεπτή, αχαρτογράφητη όχθη καταλή-
γουν όλα τα ταξίδια, όλα τα νεύρα της ύπαρξης. Χωρίς αυτά η ζωή είναι εντελώς φτωχή. Πού να σε πάει το κότερο, αν δεν μπορείς να δεις το φως τον άστρων στο κύμα; Γεννιέσαι
πλούσιος, μη φτωχύνεις επί ματαίω. Έχει ήδη ξεκινήσει ο καινούριος κύκλος. Θα ξαναπάει στο Μπουτάν, να δει αν μυρίζει νυχτολούλουδο το βελούδινο δέρμα των ανθρώπων του.
Θα πάει. Γιατί της αρέσουν τα εκλεκτά, κι έχει μάθει να τα διεκδικεί. Έχει φίλους. Έχει οικογένεια. Αλλά πάνω απ’ όλα έχει το πηδάλιό της. Μ’ αυτό νικάει το χρόνο, τη συντέλεια,
τις ρυτίδες της ψυχής και του μυαλού.

«Καταφέρνει σαν αεράκι ν’ αγγίξει εσωτερικά τοπία και με μαγικό τρόπο αποκαλύπτει την αδιάσπαστη σχέση τους με το χώμα τους, το βράχο τους, τον τόπο τους» λέει ο Ρόκος. Ας το πω εγώ με τα δικά μου λόγια:

Ρουμπίνα Σαρελάκου: Ήρεμη σαν ζώο στην Κιβωτό του Νώε. Μίνιμαλ, στα όρεια του ταπεινού. Με ένα λυρισμό ρωμαλέο και συγκρατημένο, ξεκλειδώνει κάτι αόρατο και βγάζει
από την πραγματικότητα μαγεία. Κάτι μυστηριώδες, βαθύ και ζεστό με σκεπάζει, όταν είμαι μαζί της, ή όταν κοιτάζω για ώρα το έργο της, σαν κουβερτούλα, μοιάζει λίγο με το χάδι
στο κεφάλι ενός παιδιού, με κοιλιά που κρύβομαι για λίγο, με φαντασία που αφανίζει την πραγματικότητα.

Την εκτιμώ επειδή μοιράζεται με ειλικρίνεια το ταξίδι της μαζί μας. Οι δυσκολίες ξέρετε, τρέφουν αυτούς τους χαρακτήρες. Πού κατακτούν με τους δικούς τους όρους. Δηλαδή, τους όρους της αγάπης. Και οι υπόλοιποι; Κραυγάζουν, για να μην ακούν το χτυποκάρδι τους. Όμως, το μυστικό σου ζόρι το καταπολεμάς, με ένα μόνο παραμύθι και μία μόνο παρηγοριά:
την αγάπη και την πράξη της δημιουργίας. Μόνο αυτά μπορούν να ησυχάσουν τον άνθρωπο, να τον κάνουν να λάμψει και να του προκαλέσουν εκείνη τη νηφάλια μέθη που κάνει τη ζωή να αντέχεται. Μόνο αν αγαπήσουμε ή αν αγαπηθούμε αξίζει το σώμα μας τα κολλαγόνα του – στα πανηγύρια μπορούμε να πάμε κι άβαφοι.

Μόνο αν δημιουργήσουμε κάτι δυνατό (παιδιά ή έργα τέχνης) έχει κάποιο νόημα η περιπέτεια της ζωής. Αν μετά από όλα αυτά έρθουν η δόξα και το χρήμα, καλώς να έρθουν. Αν έρθουν, όμως, μόνα τους, απλώς θα διακοσμήσουν ένα άδειο σπίτι. Θα ζήσουμε τη ζωή μας σαν απατεώνες τρέμοντας μήπως καταλάβουν οι άλλοι πόσο νεκροί και μόνοι είμαστε μόνοι – πρώτο τραπέζι πίστα!

Ρουμπίνα Σαρελάκου: Κάνω ευχή για σένα απόψε: Η ζωή σου. Η ζωή σου η τωρινή, και η ζωή σου η μελλοντική, όπου και να είναι ακουμπισμένη, να είναι πάντα απαλλαγμένη από όλα όσα, για τα όνειρα και τα ταξίδια, είναι άχρηστα.

Βάσος Βογιατζόγλου. “Σημειώσεις ενός φιλότεχνου με αφορμή την ενότητα ‘Κρήτη’ της Ρουμπίνας Σαρελάκου.” Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία, Ιωάννινα, 10 Μαΐου 2010. (Ομιλία).

Αν θεωρώ σήμερα μοναδική την περίπτωση της Ρ.Σ. στην νεοελληνική Ζωγραφική είναι για το ιερό εκείνο πάθος που διατρέχει ολόκληρο το έργο της, το πάθος της Αλήθειας. Που δεν παραμερίζεται από τίποτα, που δεν σταματάει με τίποτα· πού, μ’ έναν λόγο, σηματοδοτεί, σημασιοδοτεί, ενεργοποιεί όλη την εικαστική της αγωνία και τους αγώνες της, που ως υπόγειο και άγρυπνο ρεύμα εποπτεύουν την προσπάθειά της αυτή ακατάπαυστα.

Ένα έργο Τέχνης γίνεται σημαντικό στο βαθμό που σχετίζεται με την Αλήθεια. Αν ο καλλιτέχνης κατορθώσει να μας την μεταδώσει κιόλας, τότε το έργο γίνεται μεγάλο. Το μεγάλο έργο Τέχνης ενσωματώνει το Μήνυμα και το Χαμόγελο του Δημιουργού. Το μήνυμα ως Υπέρτατη Γνώση. Το Χαμόγελο ως Υπέρτατη Αγάπη. Η Ρ. δεν τα αναζητάει απλώς αυτά. Τα συναντάει κιόλας. Και μάλιστα πολύ συχνά. Κι αφού τα βρει μας τα προσφέρει με την ίδια απλότητα που σου προσφέρει ένα νερό στο εργαστήριό της. Μ’ εκείνο το γνωστό της χαμόγελο, που δεν σκοτεινιάζει ποτέ.
Οι βιωματικές παρορμήσεις της Ρ.Σ., περίπλοκες, αιφνίδιες, ασυγκράτητες θαρρείς, διαμορφώνουν και τα πλαίσια της ιδιοτυπίας της. Μιας ιδιοτυπίας που αρνείται να υποταχθεί στη φυσική νομολογία των τεχνικών, ακόμη και των κανόνων της παράδοσης, μορφοποιώντας το συναίσθημα με βάση τα προσωπικά, υπαρξιακά της βιώματα και αγνοώντας τους άμεσους συσχετισμούς με τα καθιερωμένα πρότυπα. Αυτό όχι μόνο δίνει τον έντονο ρυθμό μιας χαρμόσυνης ελευθεριότητας αλλά περιγράφει κι έναν χώρο πνευματικής ανάπτυξης απόλυτα προσωπικό. Θαρρώ πως το τελευταίο είναι ένα από τα σπάνια χαρίσματα που χαρακτηρίζουν την προσωπικότητα, το καλλιτεχνικό ήθος αλλά και την ακαταπόνητη δημιουργικότητα της Ρ.Σ., πυροδοτώντας ακατάπαυστα το έργο της με την φλόγα ενός διαρκούς «γίγνεσθαι».

Έτσι, πότε επιχειρώντας έρευνες μέσα από την αισθητική του αποσπασματικού, πότε μέσα από τον ίλιγγο της κίνησης ή την σύνθεση γρίφων με βάση τις μορφές που ζητούν την δική μας λύση και πάντα με την πάγια εμμονή της στα πρόσωπα, η Ρ.Σ., μεθοδεύει μια ζωγραφική υπαρξιακού προβληματισμού και έντασης. Πυκνή, μεθυστική, κάποτε κραυγαλέα, η ζωγραφική της παραδίδει σ’ εμάς μαθήματα καλλιτεχνικής ελευθερίας και πλούτου καθώς, παρά το ότι μέσα από το έργο της στοιχειοθετεί μια καθαρά προσωπική μυθολογία, την μεταστοιχειώνει, εν τούτοις, σ’ ένα ευφάνταστο ποιητικό όραμα του κόσμου. Και είναι παράδοξο που το κατορθώνει αυτό διατηρώντας πάντα τους στενούς δεσμούς της με τον ρεαλισμό. Επειδή η Ρ. ζωγραφίζει σαν να ψηλαφά τα δικά μας όνειρα πίσω από τα ξαφνιάσματα των αισθήσεων, σαν να αποκρυπτογραφεί τους δικούς μας πόθους, σαν να καταδύεται στις δικές μας ανεκδήλωτες επιθυμίες.

Στη σειρά της Κρήτης αυτές οι απλές αλλά και τόσο επιβλητικές μορφές, αυτές οι θεότητες, οικείες αλλά και τόσο απόμακρες, αυτά τα χέρια, οι κινήσεις, πάντα σύγχρονες αλλά και διαιώνιες, ανασύρονται από τον γνωστό, άγνωστο κόσμο μας και ανυψώνονται σε μιαν ουράνια διάσταση, συμβολική, σε μιαν ονειρική ατμόσφαιρα που υπερίπταται πάνω απ’ όλα τα έργα της, σε μια Κιβωτό Ζωής, σ’ ένα αιώνιο μάθημα ήθους και εντιμότητας.

Εδώ, επίσης, η Ρ.Σ. επιχειρεί και πετυχαίνει ένα ακόμη καλλιτεχνικό, κυρίως όμως ιδεολογικό κατόρθωμα. Το σύνολο αυτών των έργων προτάσσει στον αναγνώστη -θεατή μίαν άλλη εικαστική γλώσσα, θα τολμούσα να πω ελληνική.

Όμως, με την σύζευξη σ’ ένα αρμονικό, πλουραλιστικό σύνολο τάσεων και χειρισμών που ερωτοτροπούν με τον αφαιρετικό νατουραλισμό και τις σύγχρονες ή παραδοσιακές μορφοπλαστικές και χρωματικές αξίες, η Ρ.Σ., εν τέλει, δεν πέφτει ούτε μια στιγμή στην παγίδα του «εξωτισμού». Τα όποια φολκλορικά στοιχεία υποχρεώνεται να χρησιμοποιήσει δεν αποσκοπούν στον εύκολο εθνοκεντρικό εντυπωσιασμό. Ούτε και την ελληνολαγνεία της παράδοσης. Και ούτε, βέβαια, στην αναπαραγωγή τοπικιστικών ιδιωμάτων. Η Ρ.Σ. ανασύρει μέσα από το τοπικό, τα οικουμενικά στοιχεία της χαράς, της κίνησης, της ομορφιάς, του έρωτα. Η Κρητική ατμόσφαιρα δεν είναι ο σκοπούμενος στόχος. Είναι η αφορμή. Έτσι, το αποτέλεσμα δικαιούται και κατορθώνει να αποσπά την εντύπωση από το ατομικό στο πανανθρώπινο, από το παροδικό στο διαρκές, από το στιγμιαίο στο αιώνιο.
Θέλω να σημειώσω πως θαυμάζω και κάτι ακόμη στην Ρ., εκτός από τα πολλά άλλα: την άριστη οργάνωση του ζωγραφικού πεδίου στα έργα της. Έργα που ήδη συγκροτούν ένα πλούσιο και λαμπρό παρελθόν φιλοσοφικής αναζήτησης, ιδεολογικού προσανατολισμού, αισθηματικής κάθαρσης, μυστηριακής ευρηματικότητας. Επιβλητική σε όγκο, χρωματική ευεξία, πλαστική αναζήτηση και μορφοπλαστική ικανότητα, η ζωγραφική της Ρ. δεν διστάζει να χρησιμοποιεί οποιοδήποτε υλικό της παρέχει το άμεσο περιβάλλον της Δημιουργίας για να στοιχειοθετήσει έναν καθαρά προσωπικό δομικό τρόπο. Περνώντας στοιχεία από την μια θεματικά ενότητα στην άλλη, η εικαστική της γλώσσα αποκαλύπτει μιάν άριστη ερευνήτρια, μια διανοούμενη που ξέρει να κινείται με εκπλήσσουσα άνεση αφ’ ενός μεν ανάμεσα στον αμορφικό και αφαιρετικό εικαστικό τρόπο έκφρασης αφ’ ετέρου στον αυστηρό νατουραλισμό και σ’ έναν δύσκαμπτο ρεαλισμό.

Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει σε μια σπάνια πλέον στον καιρό μας αρετή που χαρακτηρίζει όχι μόνο το έργο αλλά και τη ζωή της Ρ. γενικότερα. Είναι η εξαίρετη τάξη που σηματοδοτεί τη θητεία της τόσο στην ζωγραφική όσο και στις χαρακτικές της δημιουργίες. Επειδή η Ρ. δεν κάνει τίποτε άλλο από το να προβάλλει εικαστικά την σπάνια ευταξία που διέπει τις ιδέες, τα αισθήματα, την κατάταξη των εντυπώσεων, την πληθώρα των εμπνεύσεων και των σχεδιασμών, το εύρος των προοπτικών της. Επειδή η τάξη πρωτίστως είναι μια ιδιότητα εσωτερική ως φαινόμενο και σκοπούμενος στόχος και κατάκτηση και εφαρμογή στο πλήθος των δραστηριοτήτων κάθε δημιουργού, κάθε ανθρώπου, εν τέλει. Η οργάνωση του ζωγραφικού και χαρακτικού πεδίου, η παράθεση των χρωμάτων, η αρμονία των επιφανειών, των γραμμών, η διαδοχή φωτός και ίσκιων και η εναρμόνιση όλων αυτών των αξιών με το ιδεολογικό ή αισθηματικό αρχέτυπο – αφετηρία ενός έργου δεν είναι τίποτε άλλο για την Ρ. παρά ένα μέρος της συνολικής της οντότητας. Και το πιο σημαντικό: αυτό το γνωρίζει άριστα και ή ίδια καθώς το ενστερνίζεται καθολικά στη ζωή και την δράση της καθημερινά και αδιάλειπτα.
Η Ρ.Σ. είναι μια αληθινή ποιήτρια του χρώματος. Μέσα από μιάν αυστηρή επιλογή κατά την περιήγηση των χρωματικών αξιών της παλέττας της επιλέγει άλλοτε μια θριαμβευτική έκρηξη κι άλλοτε μιάν υποβλητική και χαμηλόφωνη αρμονία. Έτσι οι χρωματικές ορίζουσες κινούνται διαρκώς, μετατίθενται, αναζητώντας όχι το οριστικό και σταθερό αλλά το σημαίνον και ασύλληπτο. Αποφεύγοντας την φυγή προς το βάθος, μας ορθώνει έναν ορίζοντα αινιγματικό, προσιτό σε άπειρες ερμηνείες, ελευθερώνοντας όχι μόνο την κρίση μας αλλά και την αισθηματική επαφή μας.
Η τάξη στην αντίληψη του χώρου για την Ρ. ως πεδίου δομής και ανάπτυξης του εικαστικού γεγονότος είναι καθοριστική για όλες τις εκδοχές αναζήτησης. Και είναι γι’ αυτό που δεν διστάζει να εναντιωθεί σε μιάν ολόκληρη παράδοση μίμησης του φυσικού χώρου. Θα τολμούσε κανείς να πει πώς εναντιώνεται ακόμη και στην πανάρχαια αντίληψη της προοπτικής· αλλά αυτό καταρρίπτεται αυτόματα από την πλαστικότητα των μορφών που συγκροτούν όχι μόνο τις δικές τους διαστάσεις αλλά και του ιδεατού χώρου που τις περιέχουν. Έτσι, όλα βρίσκονται στην οπτική και την κρίση μας ταυτόχρονα· όλα σηματοδοτούνται στην παρούσα στιγμή. Και είναι για τον ίδιο λόγο που θεωρεί περιττή την κατάργηση της μορφής όχι όμως και την ελάφρυνση και αναγωγή της σε πνευματικό γεγονός. Κάτι που ενισχύεται εικαστικά κι από την διάχυση του φωτός. Αυτό το φως που με την βαρύτητα και την πυκνότητά του οριοθετεί αυστηρά τα επιμέρους δομικά στοιχεία της μορφής. Και είναι γι’ αυτό που η Ρ. κατορθώνει να συνδυάζει με καθαρά προσωπικό τρόπο παραδοσιακές και σύγχρονες μορφοπλαστικές αξίες καθώς με απίστευτη δεξιότητα εξισώνει την πλαστικότητα της μορφής με την διάχυση του φωτός. Και ολοκληρώνοντας διαρκώς περισσότερο τις αναζητήσεις της εμπλουτίζει παράλληλα την εκφραστική της γλώσσα με νέες υφολογικές κατακτήσεις στοιχειοθετώντας μια καθαρά προσωπική γραφή. Κι αυτό είναι κάτι που, προσωπικά, εκτιμώ και τιμώ και θαυμάζω ιδιαίτερα. Επειδή πιστεύω πως ό αληθινός καλλιτέχνης δεν μιμείται πρότυπα. Τα δημιουργεί.

Θέλω να πω ακόμη πως στη σειρά των έργων της Κρήτης η Ρ. εισάγει επιπλέον και μια νέα οπτική έρευνας καθώς, αποφεύγοντας την ρητορική φλυαρία της λεπτομέρειας, προσεγγίζει τα πράγματα και ιδίως τις μορφές με μιάν ουσιαστικότερη κατάδυση στην αξία του πρωτογενούς περιγράμματος. Και μένει εκεί, αφήνοντας την φαντασία μας – ακριβέστερα ωθώντας την, θάλεγα – να αναπτύξει τον δικό της ευρηματικό κόσμο, την δική της «λογική» ερμηνεία σ’ έναν άπειρο, αινιγματικό κόσμο που οριοθετούν μορφές, χέρια, μινωικά μοτίβα, κινήσεις χορών, ακόμη και λεπτομέρειες που αναφέρονται σε κομμωτικά ή ενδυματολογικά αρχέτυπα της ιστορικής μας μεγαλονήσου.

Με λίγα λόγια, θα έλεγε κανείς πως η πολυμήχανη και ανήσυχη Ρ. χρησιμοποιεί την Κρήτη ως αφορμή για την ανάπτυξη μιας ακόμη βαθυστόχαστης προσέγγισης στο δράμα της Δημιουργίας, παρά ως μιάν επί πλέον θεματική αφετηρία που θα πλούτιζε την εικαστικής παραγωγή. Και είναι και αυτό ακόμη κάτι που θαυμάζω στην Ρ. Επειδή κάθε φορά, σε κάθε μεγάλη περίοδο της σταδιοδρομίας της, την ίδια πρακτική μεθοδεύει. Πότε βυθίζοντας την φιλέρευνη ματιά της στις έσχατες λεπτομέρειες του Κόσμου. Πότε απομακρύνοντάς την για ν’ αποφύγει τις επικίνδυνες εμπλοκές που θα την αποσπούσαν από το εικαστικό ιδεώδες. Πότε ακινητοποιώντας το ακαριαίο στους πίνακές της. Πότε μαστορεύοντας ποικίλες δυνατότητες για ν’ αποτυπώσει τις συγκινήσεις της. Άλλοτε σιωπώντας κι άλλοτε κραυγάζοντας από χαρά, η Ρ. ξέρει να καθηλώνει τον χρόνο μέσα από την άγρυπνη ματιά της, πάντα μετέωρον, πάντα εκρηκτικά φορτισμένον μ’ ένα πλήθος υποσχέσεων και υπαινιγμών ως κήρυκα μιάς αενάως εγκυμονούσας Δημιουργίας. Και είναι αυτός ο λόγος, θαρρώ, που η Ρ. επαναφέρει το μυστήριο στην ανθρώπινη μορφή. Τόσο στην αντρική, όσο και, κυρίως, στην γυναικεία. Σ’ έναν κόσμο σύγχρονο, όπου αυτό ακριβώς το μυστήριο υποχώρησε άτακτα μπροστά στην ασυγκράτητη εισβολή του λεγόμενου «ρεαλισμού» η επαναφορά του αρχέγονου μυστηρίου στην παρουσία του Ανθρώπου που αποτολμά η Ρ. θεωρώ πως αποτελεί έναν άθλο. Και όχι μόνο εικαστικό, αλλά αυτόχρημα, ιδεολογικό.
Εξ άλλου, η πολυμέρεια στην καλλιτεχνική δημιουργία της Ρ.Σ. είναι στην πραγματικότητα μονομέρεια. Θέλω, δηλαδή, να πω πως η εξαίσια φωτογραφική της ικανότητα, ακόμη και η σκηνοθετική, κινηματογραφική της ενασχόληση έχουν αναφορά στον μονοσήμαντο κεντρικό άξονα της εικαστικής της ιδιαιτερότητας που είναι η καταγραφή του «ακαριαίου». Αδυνατώντας να αποτυπώσει τις κινήσεις του σύμπαντος σε μιάν εκ των πραγμάτων στατική τέχνη, όπως είναι η ζωγραφική, απεικονίζει αυτό ακριβώς το ακαριαίο. Είναι το στιγμιότυπο στην ροή του Χρόνου· ή, καλύτερα: στην ανυπαρξία του Χρόνου, αφού έτσι κι αλλιώς ο Χρόνος είναι μιά διάσταση συμβατική καθώς μόνο η Αιωνιότητα υπάρχει. Και η Ρ. αποπειράται να καθηλώσει στη ζωγραφική της την συνάντηση του τυχαίου με την Αιωνιότητα. Κι αυτό, θαρρώ, είναι το πιό χαρακτηριστικό, το πιο σημαντικό στην τέχνη της. Και είναι αυτό που ερμηνεύει –και, βέβαια, δικαιολογεί- την πολυμέρειά της.

Θέλω εδώ να επισημάνω την επίμονη έλξη της Ρ.Σ. από τον κινηματογράφο. Θα ήταν πολύ απλό και, βέβαια, πολύ συνηθισμένο αν σταματούσαμε εδώ. Αλλά η Ρ. χρησιμοποιεί την 7η τέχνη σαν εργαλείο. Είναι αυτό που της δίνει την δυνατότητα να διεισδύει βαθύτερα στο μέγα μυστήριο της κίνησης. Πόσες χιλιάδες θέσεις, διαρκώς μετατοπιζόμενες αλλά και πόσοι διαρκώς νέοι συσχετισμοί των όγκων, των φώτων, των σκιών, των εκφράσεων χρειάζονται για να κινηθεί λ.χ. ένα χέρι ή ένα πόδι ή ένα βλέμμα ή να εκδηλωθεί ένα χαμόγελο στον κόσμο; αυτό ακριβώς το ιερό της πάθος για την μελέτη της λεπτομέρειας, είναι αξιοθαύμαστο με πόση μαστοριά το αντιπαραθέτει στη μείζονα κλίμακα των μορφών, όπου ένας αριστοτεχνικός νατουραλισμός ερωτοτροπεί διαρκώς με την αφαίρεση, ανάγοντας τις μορφές αυτές σε διαχρονικά σύμβολα.
Οι μορφές για την Ρ. μοιάζει να είναι η έκφραση των αλλαγών πού μιά συμπαντική κίνηση, μεθοδεύει μέσα στον Χρόνο. Και η κίνηση είναι η βούληση του Θεού πέρα από τον Χρόνο. Έτσι ολοκληρώνει την θέαση του Κόσμου με την άγρυπνη συνείδηση ενός αληθινού καλλιτέχνη. Αυτή, άλλωστε, η ματιά που καταδύεται στους προαιώνιους Νόμους του Σύμπαντος αναλύοντας την κίνηση ή καθηλώνοντας τις μορφές στη ροή της Δημιουργίας είναι και η μόνη που δικαιούται να καθιστά την ζωγράφο όχι μιαν απλή θεραπαινίδα της Τέχνης αλλά μιάν ιέρειά της. Επειδή, μελετώντας το «μέρος» ολοκληρώνει την αντίληψη του «όλου». Συχνά τα έργα της προβάλλουν αυτή την οπτική του κόσμου, καθώς, υπακούοντας σε μιάν κινηματογραφική αλληλουχία, θυμίζουν τα «καρρέ» μιάς ταινίας. Άλλωστε, τα ποικίλα υλικά που χρησιμοποιεί, οι θεματικές συνθέσεις, ακόμη και οι μεγενθυτικές εστιάσεις ή αφαιρέσεις στις λεπτομέρειες παραπέμπουν αβίαστα σε πλάνα του συνεμά. Με την οπτική αυτή αναίρονται όλα της τα θέματα μέσα στην ιερότητα του Θείου Νόμου, όπου μόνο η χαρά και η απόλυτη ευδαιμονία βασιλεύουν. Καθηλωμένα όνειρα, μαρμαρωμένες νοσταλγίες, προσδοκίες, οράματα, ένας διάχυτος ερωτισμός, υπαινικτικός ή κραυγαλέος, εκρήξεις χαράς, η έκσταση που ξεχειλίζει από μουσικούς ή χορευτικούς αυτοσχεδιασμούς είναι μερικά μόνο στιγμιότυπα στην ατελείωτη κινηματογραφική ταινία της Ρ.Σ. Δηλαδή: στην αποτύπωση της ίδιας της αυταπάτης που προβάλλει το Σύμπαν. Ίσως να μη της είναι άγνωστο το αξίωμα που κομίζουν οι Βέδες στους αιώνες, πως «η Δημιουργία είναι το όνειρο του Δημιουργού».

Αναφέρθηκα ήδη πιο πάνω στη μαγεία της κίνησης που, προσωπικά, θεωρώ πως συνέχει ολόκληρο το έργο της Ρ.Σ., δίνοντάς του εκείνη την ξεχωριστή γοητεία της Ζωής και της αέναης Δημιουργίας, αφού ούτε η μία ούτε η άλλη νοούνται δίχως την κίνηση. Αυτή η Ηρακλείτεια αντίληψη του Κόσμου είναι, θαρρώ, ο κεντρικός πυλώνας του φιλοσοφικού στοχασμού της. Επειδή η Ρ. ζωγραφίζει ως φιλόσοφος. ΄Η, καλύτερα: φιλοσοφεί ζωγραφίζοντας. Και είναι αυτό που με κάνει συχνά να αναρωτιέμαι αν η αποστολή ενός καλλιτέχνη είναι η εικαστική διερεύνηση της πραγματικότητας ή μήπως είναι απλώς η αφορμή για μια βαθύτερη κατάδυση στα μεγάλα μυστήρια της Δημιουργίας. Φαίνεται πως το ερώτημα αυτό είναι και η δική της κινητήρια δύναμη. ΄Η, ίσως, το δικό της διαρκές μαρτύριο. Επειδή η Ρ. έχει σίγουρα συλλάβει κάτι από το Μέγα Μυστήριο της κίνησης στο Σύμπαν. Φαίνεται, όμως, πως και η ίδια έχει συλληφθεί στη σαγήνη του. Και αδυνατεί να δραπετεύσει απ’ αυτή την αιχμαλωσία. Ταυτόχρονα, δεν αγνοεί και το μάταιο μιας παρόμοιας προσπάθειας. Και ίσως γι’ αυτό εγκαταλείπεται σ’ αυτή την πρόκληση χωρίς να διστάζει.
Μελετώντας για πολλά χρόνια το έργο της έχω υπ’ όψιν μου όλες τις προηγούμενες προσπάθειές της. Θυμάμαι, λ.χ., τις άμαξες στην Ινδία. Θυμάμαι τις χορεύτριες με τους ιλιγγιώδεις στροβίλους που τίναζαν, θαρρείς, τα χρώματά τους στο πρόσωπό σου. Θυμάμαι την φλεγόμενη σειρά του Tango. Τα τοπία της, τους ορυζώνες, τους κάμπους και τους λόφους σ’ ένα πανηγύρι όγκων, γραμμών και χρωμάτων όπου μορφές και δέντρα και φυτά ανυψώνονται ως ιδέες στο άπειρο της Δημιουργίας. Θυμάμαι ακόμη τις ρόκες και τ’ αδράχτια, τα πρησμένα δάχτυλα της γιαγιάς που έγιναν ένα μαζί τους στους αιώνες. Στα έργα της Ρ.Σ. τίποτε δεν είναι στατικό, απολιθωμένο, ακίνητο. Ακόμη κι όταν ακινητεί ένα βλέμμα, ένα χέρι, δύο πόδια, ένα δέντρο, όλα θαρρείς και είναι έτοιμα να εκραγούν προς το Άπειρο, ξεχειλίζοντας μιάν απερίγραπτη και ασύλληπτη δυναμική ενέργεια. Όλα είναι έτοιμα ν’ αρχίσουν, ενώ τίποτε δεν τελειώνει στην πραγματικότητα.

Όμως, το πιο ενδιαφέρον, θαρρώ, στο έργο της Ρ. είναι πως η κίνηση αυτή στο Σύμπαν δεν είναι μια ασύντακτη, τυχαία και άρρυθμη αλλαγή θέσεων στον χώρο· ούτε μια συμπτωματική προώθηση στον χρόνο. Είναι ένας αυστηρά μετρημένος και πειθαρχημένος χορός που συντελείται άναρχος και ατελεύτητος κάτω από μιάν προαιώνια νομοτέλεια ως ένα πανάρχαιο σύμβολο ολόκληρης της Δημιουργίας. Με ασύλληπτη ακρίβεια και ανυπέρβλητη τάξη. Κυρίως, με τάξη. Στην σοφία των Βεδών αλλά και σε δικά μας Πατερικά κείμενα των Νηπτικών αποκαλύπτεται η αρχή κάθε κίνησης στο Σύμπαν. Κατά τον Άγιο Μάξιμο αφού η Δημιουργία φέρεται ως αποτέλεσμα μιας φυγόκεντρης δύναμης που εκπορεύεται από τον Θεό, η τελείωσή της θα συντελεστεί ως αντίρροπη, κεντρομόλα κατεύθυνση πίσω, προς τον Θεό. Φυγή, επάνοδος. Το Σύμπαν κινείται. Τα σώματα, τα πλάσματα, τα πράγματα, οι ιδέες, τα αισθήματα σε μιάν αδιάκοπη, ατελεύτητη κίνηση για την ευτυχία.

Η Ρ.Σ. έχει μια μοναδική, ενδιάθετη ικανότητα να φέρνει στην ορατή επιφάνεια του Κόσμου την αφανέρωτη, μυστική του πλευρά. Οι μορφές και τα σχήματα δεν υπάρχουν απλά. Προϋπάρχουν. Μια βαθύτερη ενδοσκόπηση στο έργο της γρήγορα σε οδηγεί στο συμπέρασμα πώς τα πράγματα ενυπάρχουν στον αιτιατό κόσμο, στον Πλατωνικό «κόσμο των ιδεών». Απ’ αυτόν τον κόσμο αντλεί τις μορφές. Απ’ αυτή την αφανέρωτη φύση εξορύσσει το χρυσάφι του κάλλους, της δύναμης, της σοφίας που εμπεριέχει η Δημιουργία. Η Ρ., με την έννοια αυτή, δεν ζωγραφίζει απλά, δεν χαράσσει. Προσεύχεται. Διατηρώντας μιάν αδιάκοπη επικοινωνία με το Απόλυτο, δίνει μια βαθειά, στέρεη και αμετακίνητη πνευματικότητα σε όλο της το έργο, καταξιώνοντας, ταυτόχρονα, τον ρόλο που ο Δημιουργός της εμπιστεύτηκε: να αποτελέσει, δηλαδή, έναν δίαυλο επικοινωνίας ανάμεσα στην Αλήθεια κι εμάς. Πράγμα που άλλωστε επιφορτίζεται κάθε αληθινός καλλιτέχνης.

Κάτω απ’ αυτή την φιλοσοφική θεώρηση του Κόσμου η Ρ.Σ. ιχνηλατεί και τις πολλαπλές εκφάνσεις της μεγάλης σιγής στην Δημιουργία. Συχνά, γι’ αυτό, μου έχει δώσει πολλές φορές την βεβαιότητα πως τραγουδάει μέσα από τα έργα της. Προσπαθώ ν’ ακούσω κάποτε αυτόν τον υπόγειο, ανεξιχνίαστον ύμνο που αναμέλπουν τα έργα της. Μαντεύω πως η πρώτη ύλη της είναι η αιώνια Αλήθεια. Που ρέει, μεταπλάθεται, μετασχηματίζεται, τραγουδάει, υμνεί ή σιωπά, δρα ή στοχάζεται, συγκινείται, δακρύζει ή ξεκαρδίζεται στα γέλια, μέσα από μορφές ή κινήσεις και σχήματα που αλλάζουν αδιάκοπα, στην ροή των χρωμάτων, σ’ ένα όνειρο ή αυταπάτη απ’ όπου ένδοξη προβάλλει η κατάφαση της Ζωής.

Η Ρ.Σ. γνωρίζει να αναζητάει το Κάλλος πίσω από το ξάφνιασμα των αισθήσεων, πίσω απ’ όλα αυτά τα παραπάνω, υποβάλλοντας σ’ εμάς με την αδιατάραχτη πραότητά της την ανάγκη μιας αδιαμαρτύρητης αποδοχής των δύο βασικών συστατικών της Ζωής: της χαράς και της λύπης. Γι’ αυτό, άλλωστε κάθε μεγάλη περίοδος στο σύνολο του έργου της χαρακτηρίζεται από μια κοινή συνισταμένη αυτών των ιδεών. Με τελικό απόσταγμα την απέραντη ευτυχία που σαν υπερούσια πνοή σκεπάζει ολόκληρη την διαδρομή της στον θείο κόσμο της Τέχνης. Όπου, άλλοτε με πλεισμονή εικαστικών στοιχειών και χρωμάτων, άλλοτε με μιάν ασκητική λιτότητα γραμμών και σχημάτων οργανώνει την απειρία των ιδεών της, οικοδομεί τα τεχνικά της στοιχεία, περιχαρακώνει τις εμπνεύσεις της σε πολυσήμαντες ευρύτερες ενότητες. Έτσι πραγματοποιεί, εν τέλει, ένα έργο στιβαρό αλλά ευέλικτο, ελεύθερο αλλά και πειθαρχημένο, λιτό πάντα στην ποικιλοτητά του, κραυγαλέο στην σιωπή του, αυστηρό στην χαρά του, ελεγχόμενο στην αυθορμησία του. Ένα έργο, μ’ άλλα λόγια, που για μας γίνεται μάθημα όχι μόνο υψηλής αισθητικής αλλά και ένα διαρκές υπόδειγμα διδασκαλίας για το που οφείλει να στραφεί ο φιλέρευνος νους ενός μύστη των εικαστικών, προκειμένου όχι να ανακαλύψει αλλά να αποκαλύψει την ΜΙΑ και προαιώνια Αλήθεια, αφού τεχνικές, θέματα, τεχνοτροπίες, σχήματα και χρώματα δεν είναι παρά αφορμές γνωριμίας του βαθύτατου, μυστηριακού Λόγου που εγκυμονεί και την κάθε στιγμή της Δημιουργίας. Αυτό ακριβώς είναι που ανάγει το σύνολο έργο της Ρ.Σ. όχι απλά σε καθαρά εικαστικό δημιούργημα αλλά σε μοναδικό, προσωπικό επίτευγμα.

Είναι γεγονός πως κάθε έργο Τέχνης διαβάζεται, πρέπει να διαβάζεται, σε πολλά επίπεδα. Αυτό εξαρτάται όχι μόνο από τις δυνατότητες του καλλιτέχνη να ενσωματώσει την Αλήθεια στο δημιούργημά του, αλλά και από τις δυνατότητες του θεατή που γίνεται μύστης αυτής της Αλήθειας, στο μέτρο βέβαια, πάντα της δικής του αισθητικής καλλιέργειας. Τότε και μόνο τότε καλλιτέχνης και θεατής συναντώνται στα άδυτα και σιωπηλά της βάθη αφού το ίδιο το έργο γίνεται ο μυστικός δίαυλος επικοινωνίας ανάμεσά τους.
Η Ρ.Σ. δεν αναζητάει απλούς θεατές αλλά μύστες. Γι’ αυτό η ζωγραφική της απεχθάνεται το αφύσικο, το υπερβολικό, το αναληθές. Γι’ αυτό, το όποιο συναίσθημα επιπολάζει στο έργο της είναι κεκαθαρμένο, ουσιώδες, αγνό, καθώς αναβλύζει με την απαστράπτουσα καθαρότητά του απ’ ευθείας από την μοναδική πηγή του Απόλυτου Λόγου μη επιτρέποντας ούτε προσμίξεις ούτε παρερμηνείες. Γι’ αυτό, ακριβώς, η καθαρότητα αυτή, ξεκινώντας από την πρωτουσία της Αγάπης και καταλήγοντας στην απειρική έκταση του αισθηματικού κόσμου της Δημιουργίας, μας προκαλεί διαρκώς σε μίαν ατέρμονα πολλαπλότητα ερμηνειών. Επειδή στην πραγματικότητα η Ρ.Σ. δεν μένει καθηλωμένη ούτε στις προσωπικές της αισθηματικές δονήσεις αλλά ούτε και στις ατομικές της νοητικές ερμηνείες του Σύμπαντος. Ενός Σύμπαντος που, άλλωστε, για την Ρ. δεν είναι παρά μιά αέναη πρόκληση διδασκαλίας των Νόμων που ενσωματώνει. Κυρίως, όμως, της συνάντησής της με τον Μεγάλο Νομοθέτη.

Αν δεν γνώριζα την προσωπική της πνευματική ζωή και τις ατέρμονες αναζητήσεις της προς αυτή την κατεύθυνση δεν θα μιλούσα με τόση πεποίθηση. Και, βέβαια, δεν θα εκτιμούσα το αποτέλεσμα μέσα από τις απειράριθμες παραμέτρους που το χαρακτηρίζουν. Που όλες, όμως, συγκλίνουν απαρέγκλιτα σε ένα κοινό σημείο αναφοράς: την Αλήθεια της Δημιουργίας, καθώς αυτή πολυμερίζεται και προβάλλεται στις αναρίθμητες μορφές του υλικού, νοητικού και φυσικού Κόσμου. Του κόσμου που μας περιέχει αλλά και τον περιέχουμε. Από την άποψη αυτή εκτιμώ πως το έργο της Ρ.Σ. είναι αυτόχρημα «θεοκεντρικό». Κι ας μη πέσουμε στην παγίδα να στενέψουμε την έννοια. Επειδή η σπουδαία αυτή καλλιτέχνις μπορεί και θεάται την παρουσία του Θεού με την ίδια ευκολία τόσο στο κεφάλι εντός προβάτου όσο και στην αρμονία των χειλιών μιας Κρητικιάς κόρης. Τόσο στα γεωμετρικά σκαριφήματα ενός μινωϊκού αμφορέα όσο και στις κινήσεις των ποδιών του πεντοζάλη. Η Αλήθεια, ο Θεός, είναι παντού. Κι αυτό δεν το γνωρίζει απλά η Ρ. Το έχει συνειδητοποιήσει.

Αυτόν, λοιπόν, τον πανταχού παρόντα Θεό, αναζητεί με το έργο της η Ρ.Σ. Επειδή γνωρίζει σε βάθος ότι αυτή η ιλιγγιώδης Δύναμη της Συνειδήσεως που συγκροτεί και συγκρατεί το Σύμπαν από την πρώτη χαραυγή της Δημιουργίας πολυμερίζεται, μεταμορφώνεται και μεταστοιχειώνεται διαρκώς, ακατάπαυστα, παίζοντας και ποικίλλοντας τις μορφές, τις ιδέες, τα σχήματα και τα χρώματα στους αιώνες τους άπαντες. Και το έργο της Ρ.Σ. αποπειράται να μπει στην γοητεία αυτού του παιχνιδιού. Και το κατορθώνει πέρα για πέρα, ακολουθώντας αυτή την ενδιάθετη κίνηση που εμφωλεύει και ζωοδοτεί τα πάντα στον Κόσμο.

Ίσως να μην υπάρχει τίποτε πιο εύγλωττο, πιο πειστικό, πιο πολυσήμαντο στοιχείο στην Δημιουργία από αυτή την κίνηση που συνέχει και σηματοδοτεί το κάθε τι, αξιοποιώντας ακόμη και την έσχατη λεπτομέρειά της, ανάγοντας και τα πιο σαθρά και ευτελή πράγματα σε μορφές του Θεού. Έτσι η Ρ.Σ. καταξιώνει την απειρική πολλαπλότητα μέσα στο ΕΝΑ, ενώ ταυτόχρονα, αποθεώνει το ΕΝΑ που βασιλεύει διαιρούμενο στις απειράριθμές εκφάνσεις του Σύμπαντος. Και είναι γι’ αυτό που τα «θέματα» για την Ρ.Σ. είναι οι αφορμές ή, έστω, οι πολλαπλές δυνατότητες που ο αισθητήριος κόσμος της παρέχει για την προσέγγιση του ΕΝΟΣ και ΑΙΩΝΙΟΥ. Κάτω απ’ αυτή την οπτική όλα καθοσιώνονται, καθαγιάζονται, αναίρονται σε αντικείμενα λατρείας του Δημιουργού τους. Αυτό επιχειρεί να κάνει διαρκώς η Ρ.Σ. Δυό δάχτυλα που κρατούν την πέννα του λαούτου. Δυό χέρια που ακινητούν στο άπειρο σαν προαιώνια σύμβολα Δημιουργίας. Δυό μάτια, ένα σκουλαρίκι, τα θραύσματα ενός αμφορέα, το δοξάρι μιας λύρας, η αυστηρή γεωμετρία των γραμμών σ’ ένα κάμπο, ένα μουστάκι, οι καμπύλες των υπέροχων χειλιών μιας κοπέλας, για την Ρ., ενσωματώνουν το ίδιο κάλλος, κρύβουν το ίδιο μυστικό μήνυμα, διδάσκουν την ίδια Αλήθεια. Και αυτό συνέχει ολόκληρο το έργο της όχι μόνο στον εικαστικό αλλά κυρίως στον ιδεολογικό προβληματισμό που ενσωματώνει.

Ξεπερνώντας την ασχήμια στον κόσμο μας που είναι δημιούργημα της άγνοιάς μας, η Ρ. ψηλαφά και ανιχνεύει το κάλλος αυτού του κόσμου που, μαζί με την σοφία και την δύναμη συμποσώνουν την έννοια του Δημιουργού.
Το έργο της είναι η αποθέωση της Ζωής, ο θρίαμβος της χαράς η άρνηση της απιστίας, η κατάφαση της Αλήθειας,. Αυτή η ενδιάθετη, η αμετακίνητη πνευματικότητα που διαπερνά ολόκληρο το έργο της, αυτή η αισιόδοξη οπτική του Κόσμου στοιχειοθετεί το όραμα της Ρ. οδηγώντας μας στον μαγικό κόσμο των δικών μας οραμάτων μέσα από τον απειρικό θησαυρό της Αγάπης και της χαράς της Ζωής.

Κυριάκος Ρόκος. Στο Ρουμπίνα Σαρελάκου. Επιμ. Ρουμπίνα Σαρελάκου. [Ιωάννινα]: [Ίδρυμα Κ. Κατσάρη], [2010].

Τούτος ο κύκλος είναι αφιερωμένος στην Κρήτη. Εδώ και χιλιάδες χρόνια… έχω την τύχη να παρακολουθώ, από κοντά την πορεία της Ρουμπίνας Σαρελάκου, αλλά και να βιώνω, κάθε φορά, το πάθος της για κύκλους ονειρεμένων ταξιδιών. Καμωμένη απ’ τη στόφα των παλιών περιηγητών καταγράφει με τα πιο ταπεινά μέσα, όσα φευγαλέα περνάν από μπροστά μας. Τα ακινητοποιεί, χωρίς να χάνουν την ανάσα τους, κι ύστερα με μαεστρία, αφαιρώντας το “φαινόμενον” τ’ αφήνει να διηγηθούν τη δικιά τους ιστορία.

Η Ρουμπίνα δεν είναι ένας απλά εξασκημένος παρατηρητής εικόνων “εκ του μακρόθεν”. Αναζητά την ουσία των πραγμάτων συμμετέχοντας πάντα σαν μαθητευόμενος μάγος, στις ιεροτελεστίες αγάπης που μας προσφέρει η ζωή με χίλιους δυο τρόπους. Με τον καθαρά προσωπικό εικαστικό της λόγο δεν επί βάλει θέσεις, απλά νύξεις κάνει για όλα εκείνα που μπορούν να μας γιομίσουν ελπίδα, προστατεύοντας τα.

Τούτος ο κύκλος είναι αφιερωμένος στην Κρήτη. Στα βαθιά βλέμματα των ανθρώπων της, στο πικρό τους χαμόγελο μα και στις στιγμές όπου η λύρα με την ασκομπαντούρα ανοίγουν την πόρτα του εξαγνισμού τους. Και δω, η Ρουμπίνα Σαρελάκου δεν περιγράφει. Καταφέρνει σαν αεράκι ν’ αγγίζει εσωτερικά τοπία και με μαγικό τρόπο ν’ αποκαλύπτει την αδιάσπαστη σχέση τους με το χώμα τους, το βράχο τους, την ελιά τους, τον τόπο τους. Αυτός είναι και ο λόγος που τη ζωγραφική της Ρουμπίνας όπως και την χαρακτική, δεν μπορείς να την κατατάξεις κάπου, παρά μόνο σ’ αυτούς τους προσωπικούς της κύκλους. Όπως εκείνον του Παρισιού, των μηχανών, των κτηρίων, των δέντρων, των πτυχώσεων, των δρόμων της Αθήνας, των Ινδιών, του Αργεντίνικου Tango και τώρα της Κρήτης. Πως δένουν όλα αυτά μεταξύ τους; Με τον πιο απλό τρόπο. Με αγάπη και αφοσίωση.


Γιάννης Χ. Παπαϊωάννου. Στο Ρουμπίνα Σαρελάκου: Ζωγραφική. Κηφισιά: Αίθουσα Τέχνης Τρίγωνο, 2001.

Σ’ αυτήν την τόσο άχαρη για τα μάτια εποχή που οι εικόνες αστραπιαία διαδέχονται η μια την άλλη, πολύ λίγος χρόνος μας δίνεται για να βιώσουμε αυτά που αξιωνόμαστε να δούμε.

Την ανάγκη να περάσουμε από την επιφάνεια της εικόνας στο βάθος της, τη λαχτάρα να εξοικειωθούμε με τη μαγεία των απλών πραγμάτων, την κάνει ζωγραφική πράξη η Ρουμπίνα Σαρελάκου μέσα από τη φώτιση του Ανατολικού Δρόμου. Έτσι, ανεξάρτητα από το θέμα που αποτελεί και την παραστατική της αφετηρία, κατορθώνει να υποβάλλει – με τον δεξιο¬τεχνικό χειρισμό της ελαφρός ύλης – μιαν ατμόσφαιρα γαλήνιας πνευματικότητας.


Γιάννης Παπαιωάννου. Αίθουσα Τέχνης Τρίγωνο, Κηφισιά, 15 Νοεμβρίου 2001. (Ομιλία).

Πάρα πάρα πολλά χρόνια την πολύ στενή μου φίλη τη Ρουμπίνα Σαρελάκου, τόσο στο ζωγραφικό, όσο και στο χαρακτικό της έργο που είναι αξεδιάλυτα. Νιώθω πάρα πολύ ωραία να πω ότι δεν έχουμε να πούμε τίποτα βαρύγδουπο. Δεν υπάρχει κανένα δράμα απόψε. Όμως υπάρχει ευγένεια, υπάρχει φινέτσα, υπάρχει συγκίνηση, υπάρχει ανθρωπιά – κι΄ αυτό είναι το μήνυμα σε μια εποχή, που για να συγκλονιστεί, μόνο δράματα χρειάζεται.

Λοιπόν, εδώ έχουμε να κάνουμε πράγματι με το αντίθετο. Μια πολύ απλή, πολύ πηγαία, πολύ άμεση έκφραση προσωπικών συναισθημάτων. Πριν από λίγο μιλώντας με την κυρία Βλάχου, μου είπε ότι η θεματολογία σ΄ αυτή την έκθεση ποικίλει εξαιρετικά. Βλέπουμε πράγματα από τις Ινδίες, βλέπουμε πράγματα από το Νεπάλ, βλέπουμε πράγματα από την Ήπειρο, από την Αίγινα, από τη Χίο και από ένα σωρό ετερόκλητα αν θέλετε μέρη.

Είπα όμως ότι υπάρχει μια ενοποιός γραμμή, υπάρχει κάτι, που όλα αυτά τα πράγματα είτε είναι μακρινά κι΄ εξωτικά, είτε είναι ελληνικά κοντινά, που είναι σημάδια, δικές μας εμπειρίες, αυτή η ενοποιός γραμμή μας τα κάνει όλα οικεία. Γιατί σε μια τέχνη που δεν καμώνεται, που δεν δείχνεται, σε μια τέχνη της αλαφριάς ύλης, όπως έλεγε ο Οδυσσέας Ελύτης την ακουαρέλλα, ελαφρά ύλη για να το πούμε ακριβώς, σ΄ αυτή την τεχνική της ελαφράς ύλης, δεν φοβόμαστε καθόλου να πούμε ότι υπάρχει μια ανάλαφρη διάθεση, μια ποιητική διάθεση, μια διάθεση αμεσότητας, κατακτημένης δροσιάς, που αυτά τα πράγματα, τα οικειοποιείται, χωρίς να τα ιδιοποιείται.

Στα δύο πρώτα έργα βλέπουμε εσωτερικό και ημιυπαίθριο χώρο από το Nagarkot, το The Fort Nagarkot, που βρίσκεται μια ώρα έξω από το Κατμαντού, στο Νεπάλ. Για να μην κάνουμε πολύ υψηλές και βαθυστόχαστες αναλύσεις για άθλους, για στοιχεία που επαναλαμβάνονται κλπ. Απλά να διαπιστώσουμε ότι αυτά τα πράγματα σαν να τάχουμε κάπου ξαναδεί, σαν νάχουμε ξαναυπάρξει σε χώρους, που σίγουρα δεν έχουμε υπάρξει σ` αυτούς τους συγκεκριμένους χώρους, αλλά μέσα από την αγάπη προς αυτά τα πράγματα, καταφέρνει η Ρουμπίνα Σαρελάκου, να αναδείξει την συγκίνηση που ενυπάρχει μέσα στους χώρους. Οι χώροι θα ήταν απλό σκηνικό, οι χώροι θα ήτανε απλό περίβλημα, θα ήτανε ένα φλούδι πραγματικότητας, αν δεν δινόντουσαν οι χώροι στην ανθρώπινη συγκίνηση, αν δεν ενανθρωπιζόντουσαν οι χώροι μ΄ αυτό που λέγεται ανθρώπινη ματιά, μ΄ αυτό που λέγεται απλή, καθημερινή συγκίνηση.
Το μήνυμα λοιπόν, κι΄ είναι πολύ μεγάλο μήνυμα, είναι πως δεν υπάρχει μήνυμα. Υπάρχει το ότι αφουγκραζόμαστε την καθημερινότητα, αφουγκραζόμαστε την ανάσα των πραγμάτων, και περνάμε από αυτά τα θαυμάσια, γεμάτα διαφάνεια, γεμάτα καθαρότητα, πάντα να σκεφτώ τον Ελύτη, που έλεγε για τον διαιρέτη Κ στη ζωγραφική. Ο διαιρέτης Κ ξέρετε τι είναι; Eίναι η καθαρότητα, κάτι που έχει εκλείψει στις μέρες μας, σε πολύ μεγάλο βαθμό. Αυτή η καθαρότητα, που ο Εμπειρίκος θα την έλεγε διαύγεια, που όλοι όμως μπορούμε να την καταλάβουμε σαν κάτι κελαριστό, σαν κάτι όμορφο και καθημερινό.

Και περνάμε στο δεύτερο δίπτυχο αν θέλετε, γιατί εμένα θα μου επιτρέψετε αν θέλετε, αυτά τα έργα να μην τα θεωρώ ούτε ανεξάρτητα κομμάτια, αλλά ούτε ανεξάρτητα καν κάδρα. Τα θεωρώ σαν μια ιστορία ειπωμένη μέσα από διάφορες εικόνες.
Στο επόμενο περνάμε από το Nagarkot, του άγνωστου σε μας Νεπάλ σε κάτι που είναι πολύ πιο οικείο βέβαια, στην Πυρσόγιαννη της Ηπείρου. Τα παράθυρα που μας ξανοίγουν σ΄ αυτές τις πολύ γνωστές μας ελληνικές βουνοθάλασσες, σ΄ αυτή την απεραντοσύνη των βουνών, που χάνεται το βλέμμα μας μέσα σε όλες τις τονικότητες του γαλάζιου.

Όμως, δεν έχουμε να κάνουμε με μια συγκεκριμένη εικόνα. Η εικόνα υπάρχει σαν αφετηρία, σαν αφορμή, υπάρχει σαν ερέθισμα. Αυτό το στοιχείο το παίρνει και το επαναλαμβάνει, το πολλαπλασιάζει, το ξεπερνά θα έλεγα, διευρύνει τα όρια του συγκεκριμένου τελάρου, που είναι το παράθυρο, γιατί και το παράθυρο δεν έχετε σκεφτεί ότι είναι ένα τελάρο; και μας ξανοίγει στην απεραντοσύνη ενός πίνακα, που είναι το ξάνοιγμά μας προς τη δύση. Λοιπόν, μέσα από την απεραντοσύνη του τελάρου, το τελάρο διευρύνεται, η αρχιτεκτονική μ` ένα παιχνίδι της τονικής οργάνωσης φεύγει μέσα από επαναλήψεις, διευρύνσεις, σ΄ ένα χώρο που θυμίζει πάρα πολύ τον τρόπο που περνά από το εσωτερικό στο εξωτερικό, ο Edward Hooper, ο μαγικός αυτός σχεδόν σουρεαλιστικός, νατουραλιστής του πραγματικού, στην αμερικάνικη τέχνη. Όμως εδώ έχουμε μια ελληνική τέχνη, η οποία χρησιμοποιεί τα ελληνικά της στοιχεία, είμαι σίγουρος πως η Ρουμπίνα ποσώς δεν ασχολήθηκε με τον Edward Hooper, είναι κάποιες εκλεκτικές συγγένειες ως προς την υποβλητικότητα την οποία αναδίδει η σχέση εσωτερικού με εξωτερικό χώρο και από κει και πέρα τα παράθυρα στην Πυρσόγιαννη, γίνονται μια αφορμή να σκεφτούμε την έννοια παράθυρο, σαν παράθυρο ίσον ξάνοιγμα, παράθυρο ίσον δυνατότητα, παράθυρο ίσον ξελευτέρωμα σε κάποιους μακρύτερους λεύτερους ορίζοντες. Τέτοιους που μπορεί η ελληνική ποίηση να μας δώσει μέσα απ΄ αυτό το ελάχιστο τελάρο ενός παραθύρου, να μας ξανοίξει την έννοια της απεραντοσύνης.

Και μετά απ΄ αυτό το πάλι δίπτυχο των παραθύρων της Πυρσόγιαννης, να περάσουμε σε κάτι που την αφορμή του αν θέλετε την χρωστάμε σ΄ ένα Μουσείο Παραδοσιακών Τεχνών στο Λουξεμβούργο. Όμως κι΄ εδώ το θέμα είναι διαχρονικό και ελληνικό. Γιατί, όταν βλέπουμε αργαλειούς, ποιος δεν θα σκεφτεί την πρώτη υφάντρα, το μύθο της υπομονετικής υφάντρας κυρά – Πηνελόπης. Ποιος δεν θα σκεφτεί ολόκληρη την ελληνική παράδοση με τον αργαλειό της υπομονής, με τον αργαλειό, που υφαίνει τις ελπίδες των ανθρώπων – θυμίζω το ποίημα του Εφταλιώτη, «τάκου-τάκου ο αργαλειός μου, τάκου κι΄ έρχεται ο καλός μου». Κι΄ όλο αυτό το παιχνίδισμα, όπου τα αδράχτια – να θυμηθούμε και την Κλωθώ, να θυμηθούμε και τις Μοίρες, να θυμηθούμε και τις άπειρες προεκτάσεις που μπορούν να έχουν όλα αυτά τα παιχνίδια, να τα δούμε τα αδράχτια σαν φιγούρες μακρινές, σαν φιγούρες ντυμένες στο κλώθινο περίβλημά τους, ενώ στην ουσία είναι μικρές φιγούρες σε μια σιωπηλή παράταξη, που δεν έχει ωστόσο καμιά μονοτονία παρατακτικότητας ή καμιά μονοτονία χρωματική ή άλλη ενώ οι φιγούρες παραμένουν ακίνητες.

Έχω δει πάρα πάρα πολλά έργα της Ρουμπίνας με αφορμή τα αδράχτια και θα έλεγα ότι το θαυμαστό σ΄ αυτή τη σειρά των εργασιών, όπου υπάρχουν μικρά, μεγαλύτερα έργα, περιορισμένες ή πολύ πιο εκτεταμένες συνθέσεις, καταφέρνει χρησιμοποιώντας ένα σχεδόν στερεότυπο μοτίβο να επαναλαμβάνεται μ΄ έναν ανεπανάληπτα ποικίλο τρόπο, κάθε φορά ανακαλύπτοντας μια καινούργια σχέση, μια σχέση που έχουν τα κενά με τα πλήρη, που έχουν οι φιγούρες με το περίβλημά τους, έτσι ώστε και αυτό να αποκτάει τις προεκτάσεις του, και το αδράχτι να μην είναι παρά η αφορμή να μιλήσουμε για πράγματα που μπορούν να φτάνουν μέχρι την ακινησία της «Γυναίκας του Λώτ», θυμίζω το καταπληκτικό γλυπτό της Φρόσως Ευθυμιάδη-Μενεγάκη.

Και πάλι ξανά στις Ινδίες για να δούμε ένα κάρο στην περιοχή της Σανσκρίτι κοντά στο Δελχί. Είναι ένα κάρο. Αυτό το κάρο, δεν έχει, δεν αποπνέει την εικόνα της φθοράς, που θα έδινε ένας άλλος ζωγράφος. Και για να μιλάμε και για φίλων αντιθέσεις, ο φίλος μου ο Σωτήρης ο Σόρογκας κάνει τώρα αυτή τη βδομάδα έκθεση στο Κυκλαδικό Μουσείο με εικόνες φθοράς, της οποίας έχει αναδειχθεί ένας πάρα πολύ μεγάλος μάστορας.

Η Ρουμπίνα δεν μιλάει, γιατί δεν είναι αν θέλετε η ψυχική της ιδιοσυστασία, η ιδιοσυγκρασία της δεν έχει αυτή την τάση να μιλάει για εικόνες φθοράς, έχει μια πολύ μεγαλύτερη γλύκα στο να μιλάει για εικόνες χρησιμοποιημένων πραγμάτων. Αυτά τα χρησιμοποιημένα πράγματα δεν είναι ακριβώς σώνει και καλά φθαρμένα, είναι πράγματα τα οποία έχουν αποκτήσει κάτι από τη ζεστασιά της αφής που τα περιβάλλει, της αφής που τα έχει αγγίξει, της αφής που έχουν αξιωθεί αυτά τα πράγματα να γευτούνε. Ένα κάρο λοιπόν παρατημένο, με ανάγλυφα ξύλινα στοιχεία, με λεπτομέρειες, στην ουσία μια συγκεκριμένη εικόνα η οποία επαναλαμβάνεται σε πολλαπλές εκδοχές, άλλοτε πλησιάζοντας, άλλοτε απομακρυνόμενη από την εικόνα, άλλοτε βλέποντας το από την καλή, κι άλλοτε από την ανάποδη. Για έναν προσεκτικό αναγνώστη θα δει κάποιος ότι αυτά εδώ τα κάτω στοιχεία είναι τα επάνω αυτής της εικόνας ή τα πρώτο πλάνο αυτής ή κάπου αλλού θα δείτε διακοσμητικά στοιχεία να παίζουν από εδώ να έρχονται εδώ και ξανά εδώ και ξανά εδώ, ακριβώς όπως χρησιμοποιεί η προκλασσική μουσική κάποια θέματα στις variations στις οποίες κάνει, στις παραλλαγές, τα παιχνιδίσματα των παραλλαγών, που παρουσιάζουν μια πολύ ενδιαφέρουσα αντίληψη και μέσα από την ελαφρά χρωματική ύλη, μέσα από την διαφάνεια που δίνει η ακουαρέλλα – παλιά μια φίλη μου τις ακουαρελλίτσες τις έλεγε ακουατρελλίτσες – και το έβρισκα παιχνιδιάρικο αυτό το πράγμα μέσα από ζωντανό της κίνησης του χεριού. Η ακουαρέλλα είναι ένας μεγάλος δάσκαλος στο ζωγράφο για τη διαφάνεια.

Και μην ξεχνάμε ότι η Ρουμπίνα Σαρελάκου μέσα από τις πολλαπλές καλλιτεχνικές της ιδιότητες, έχει εντρυφήσει στην αφαίρεση μέσα από τη χαρακτική, γιατί η χαρακτική είναι ένα βαθιά αφαιρετικό σχολείο και από την άλλη με μια παιγνιώδη διάθεση η οποία όμως καταφέρνει να είναι πάντα στοχαστική, συγκινημένη και ταυτόχρονα απλή, δροσερή και διαυγής, καταφέρνει να παίζει σε όλες τις γκάμες, χρησιμοποιώντας ένα θέμα και αποδεικνύοντας ότι ένα θέμα μπορεί να είναι αφορμή για έναν, για δύο, για δεκαπέντε, για πεντακόσιους πίνακες, γιατί κάθε φορά ενεργοποιούνται διαφορετικά στοιχεία στην ανάδειξη των λεπτομερειών.

Αυτές οι λεπτομέρειες υπάρχουν και στα υφάσματα. Όλοι ξέρουμε λίγο πολύ τα ινδικά υφάσματα, όλοι λίγο πολύ χωρίς να είμαστε ειδικοί ξέρουμε τι καταπληκτικά παιγνιδίσματα γίνονται μέσα στην ύφανση και στα υφαντικά τερτίπια ή στα κεντίδια των ινδικών ρούχων. Και πάλι τάσεις που εστιάζει το ενδιαφέρον πάνω σε μια θαυμάσια λεπτομέρεια και ακριβώς αυτό είναι το χαρακτηριστικό της Ρουμπίνας Σαρελάκου, το να μπορεί να σταθεί κάπου και να αναδείξει αυτό το οποίο είναι χιλιοειδωμένο σε πρωτοφανέρωτο. Κι΄ αυτό είναι αν θέλετε η ουσιώδης μηνυματική λειτουργία της τέχνης το ότι δεν είναι ανεξάντλητος ο κόσμος για να λέμε πράγματα που δεν τάχει πει κανένας άλλος. Σημασία έχει να μπορούμε να πούμε πράγματα που και άλλοι άνθρωποι τα είπαν, κι΄ άλλοι άνθρωποι τα νιώθουν, κι΄ άλλοι άνθρωποι θα ήθελαν να μπορούν να τάχουν πει και να τα λένε με τέτοιο τρόπο που ν΄ ακούγονται σαν πρωτάκουστα, να αποκτούν μια βαθιά νοηματική, να αποκτούν μια κραδασμικότητα, να αποκτούν μια συγκίνηση και μια πηγαιότητα, έτσι ώστε το καθένα απ΄ αυτά τα μοτίβα να είναι μια ουσιώδης αυτόνομη μονάδα και από την άλλη οι μονάδες αυτές αναμεταξύ τους συντεθειμένες, να δημιουργούν ένα σύνολο το οποίο αποπνέει και συνολικά μια ξεχωριστή αίσθηση. Είναι ακριβώς όπως είναι η ανθρώπινη υπόσταση, που έχει σημασία κι΄ ο καθένας από μας αλλά κι΄ όλοι μας μαζί σαν ένα σύνολο. Αυτό λοιπόν ακριβώς το πράγμα, με το στοιχείο της επανάληψης, με το στοιχείο που τη μια το βρίσκουμε από κάτω, και την άλλη από πάνω, τη μια το βρίσκουμε αριστερά, την άλλη το βρίσκουμε δεξιά, την άλλη το βρίσκουμε υπερτονισμένο, την άλλη υποτονισμένο, αλλά εν πάση περιπτώσει πανταχού παρόν να δηλώνει την αυθυπαρξία του αλλά και την συνεργατική του διάθεση με την πλαϊνή εικόνα. Είναι πολύ σημαντικό για τις εικόνες να νιώθουν μια αίσθηση ζεστασιάς με την πλαϊνή τους εικόνα.

Παίζοντας λοιπόν, μέσα απ΄ όλα αυτά τα μοτίβα, θα λέγαμε ότι κάνει ασκήσεις οι οποίες είναι πάρα πολύ κοντά και στην αφαίρεση και στον νατουραλισμό. Διότι ανάλογα με τι τρόπο εμείς θα το δούμε αυτό δεν είναι παρά φωτογραφικός ρεαλισμός από τη μια μεριά και υπέρβαση της εικόνας από την άλλη. Και μη με ρωτήσει κάποιος, ποιο επι τέλους απ` τα δυό, γιατί θα απαντήσω και τα δυό. Αυτό είναι το ουσιώδες. Και τα δύο.

Και περνάμε στα λουλούδια που μιλάνε πολύ καλύτερα από τους ανθρώπους. Θα ξέρετε όλοι ότι, πολλές φορές ένα νούφαρο, μπορεί να έχεις ένα αναμμένο κεράκι, να το αμολήσουνε στον Γάγγη και να φύγει, να πάει ν΄ ανταμώσει την ψυχούλα του ανθρώπου που έχει φύγει. Αυτά λοιπόν τα λουλούδια, σοφά συντεθειμένα μεταξύ τους, τα αναδεικνύει, και δείτε τι ωραία και τι πλούσια είναι η γλώσσα μας, τα ανα-δεικνύει, τα δείχνει με το δικό της τρόπο ξανά, τα ξαναειδωμένα και τα πρωτοφανέρωτα, τους δίνει άλλο βάρος, τους δίνει άλλη διάσταση. Φεύγει από τη χώρα της πραγματικότητας, χρησιμοποιώντας την ορατή πραγματικότητα σαν όχημα, για να πάει κάπου πιο πέρα, όπου η εικόνα λειτουργεί σαν ένα ερέθισμα για να χτυπήσει τη πόρτα μιας άλλης εικόνας, ν΄ανοίξει εκείνη το θυρόφυλλό της, να περάσουμε σε μια άλλη εικόνα και από τη μια εικόνα στην άλλη ακολουθώντας αυτή την Ηρακλείτεια ροή των πραγμάτων, να φεύγουμε κι΄ εμείς καθώς κυλούν τα ποτάμια. Αυτά ακριβώς τα πράγματα τα λεν καλύτερα από μας τα λουλούδια, οι καλαμιώνες, τα φυτά.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το έργο εκείνο με τα καλάμια είναι από το σπίτι ενός εξαιρετικού φωτογράφου που κάποιοι, ίσως να τον ξέρουνε, σαν έναν εξαιρετικά διακεκριμένο φωτογράφο σε θέματα Γεώ, φωτογράφησης των θαυμασίων της φύσης και για τους ανθρώπους που ενδιαφέρονται και νομίζω ότι οι περισσότεροι ενδιαφέρονται για το θαυμάσιο μάθημα της φύσης και για την αισθητική που βγαίνει μέσα από τα Γεώ και τα National Geographic αν θέλετε και οτιδήποτε άλλο, είναι ότι η φύση πάντα αποτελεί ένα τρομερό ντεπόζιτο, πηγή εικόνων, ιδεών, πραγμάτων, που η οποιαδήποτε θεωρία, βγαίνει αδύναμη μπροστά στη σοφία αυτών των εικόνων. Το καλάμι. Το καλάμι, που έχει όλη αυτή την ευελιξία, ξέρει το καλάμι να λυγάει, τρύπες του ανοίγεις, γίνεται φλογέρα, ξέρει να ξεπερνάει τους τρομερούς ανέμους, δεν υποκλίνεται στους ανέμους, όμως ξέρει να σκύβει τόσο, ώστε να προσπερνάει τους ανέμους. Κι αυτή τη λυγεράδα του καλαμιού, αυτή τη μουσικότητα του καλαμιού, αυτή την ομορφιά, την κομψότητα, το παιχνίδισμα που έχει το καλάμι με τα λογχώδη φύλλα και τα παιξίματα ανάμεσα στα πλήρη και στα κενά, όλα αυτά τα χρησιμοποιεί σαν αφορμές για να προχωρήσει μια ζωγραφική σε πάρα πολλά επίπεδα.

Δεν θάθελα να σας κουράσω, παρά τελειώνοντας αυτόν τον όροφο, δεν θάθελα να σας κουράσω πηγαίνοντας πιο κάτω μιας και τα περισσότερα πράγματα θα τα δείτε. Προσπαθώ μ΄ αυτά τα λίγα που λέμε να δώσω έναυσμα και ερέθισμα στην αγωγιμότητά να δείτε, γιατί είναι πάρα πολύ σημαντικό ότι ενώ πηγαίνουμε σε μια έκθεση, τις περισσότερες φορές σκυλοβαριόμαστε, κάνουμε κοινωνική περαντζάδα και νιώθουμε ότι πρέπει κάπου να πάμε και πρέπει κάπου να νιώσουμε κάποια πράγματα και επειδή πρέπει να νιώσουμε κάποια πράγματα, στην ουσία δεν νιώθουμε και πολλά στα εγκαίνια.
Σήμερα λοιπόν σ΄ αυτά τα περίεργα εγκαίνια, που κάνω αυτή την περίεργη ομιλία, θάθελα να πω ότι αφορμές προσπαθώ να δώσω. Δεν υποδεικνύω σε κανέναν με πιο τρόπο θα δει τα πράγματα, γιατί ο καθένας έχει το δικό του εύρος, το δικό του φάσμα, τη δική του ευαισθησία για να μπορεί να χρησιμοποιήσει αυτές τις εικόνες σαν – για να χρησιμοποιήσω και τους λόγους της ανατολικής θέσης, σαν αγκίστρια – το αγκίστρι πηγαίνει κάτω από την ορατή επιφάνεια του νερού, αν θέλετε, και να τσιμπήσει κάτι αν υπάρχει, στο χώρο του αόρατου και εκεί πέρα να βγει αυτό που πραγματικά μπορεί να μας προσφέρει η εικόνα. Δηλαδή την αφορμή, το ερέθισμα και τίποτ` άλλο. Και τελειώνουμε με τη σκηνή με τους χορούς από το Ραζαστάν, ενώ εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει κι΄ αυτό το οκτάπτυχο το οποίο βρίσκεται στην είσοδο στο βάθος με τα πετρώματα από τη Βολυσώ.
Ξέρω πολύ καλά ότι ο Κυριάκος ο Ρόκος και η Ρουμπίνα έχουνε περάσει τουλάχιστον τρία τέσσερα καλοκαίρια στη Χίο. Ξέρω και τα σκίτσα του Κυριάκου από τη Βολυσώ, ξέρω και τα βράχια τα οποία έχει καβαλήσει και τιθασέψει μέσα στο κύμα, την προσπάθεια αυτή του να δώσεις μορφή σε κάτι που ξέρεις ότι κάνεις διελκυστίνδα με το χρόνο και με τον άνεμο και με τις δυνάμεις τις φθοροποιές, που θα σου πάρουν πίσω την εικόνα καθώς η αρμύρα της θάλασσας, ο άνεμος κι΄ οι δυνάμεις της διάβρωσης θα στερήσουν την εικόνα από τη μορφή που εσύ της έδωσες για να την επιστρέψουν και πάλι στο άμορφο, αυτό το άμορφο, αυτό το βαθύτατα σημαδεμένο μέσα από την πολυσημία άγνωστων ιερογλυφικών, που δεν είναι παρά οι δομές της πέτρας, όχι τα χαράγματα πάνω στην πέτρα, αλλά και οι κρυσταλλικές δομές της πέτρας ή οι οποιεσδήποτε άλλες μυστικές χαράξεις των πετρωμάτων, θα δείτε ότι δεν πρόκειται για οκτώ διαφορετικά έργα.

Πολλά είναι μεγεθύνσεις του προηγούμενου. Πολλά είναι ανάποδα κάποιο άλλο. Αλλού θα δείτε ότι απλά έχει στρίψει κατά ενενήντα μοίρες το αντικείμενο. Έτσι ώστε τελικά να έχουμε οκτώ διαφορετικές εικόνες που θα μπορούσαν νάναι ογδονταοκτώ αλλά και που θα μπορούσαν να ξεκινάνε μόνο από δυο, για μας δώσει αυτό το ευλογημένο δώρο, που μας κάνει απόψε με την έκθεση της η Ρουμπίνα, ότι μέσα από αυτά που θα δούμε μπορούμε να ονειρευτούμε κι΄ αυτά που μπορούμε να δούμε όχι πια εδώ μέσα σ΄ αυτόν τον θαυμάσιο χώρο, αλλά στον ανοιχτό αέρα εκεί που θα ανεμίσει η διάθεσή μας να εισχωρήσουμε στην ουσία των πραγμάτων, να προχωρήσουμε από την επιφάνεια στο βάθος και να καταλάβουμε ότι η νατουραλιστική πραγματικότητα δεν είναι φτώχεια και έλλειψη σηματοδότησης αλλά είναι ένα καταπληκτικό σημείο αφετηρίας, ένα σημείο για να προχωρήσουμε μέσα από το ορατό, σ΄ όλα αυτά που το αόρατο μας επιφυλάσσει.

Γιάννης Χ. Παπαϊωάννου. “Άσκηση στην απλότητα.” Στο Ρουμπίνα Σαρελάκου: Χαρακτική, Ξυλογραφίες 1975-1986. Κηφισιά: Κέντρο Εικαστικών Τεχνών Υάκινθος, 1999. (Κατ. ατ. έκθ.).
ΑΣΚΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΠΛΟΤΗΤΑ

Δεν θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά,
να μου δοθεί ετούτη η χάρη.
Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές
που σιγά-σιγά βουλιάζει
και την τέχνη μας την στολίσαμε τόσο πολύ
που φαγώθηκε απ’ τα μαλάματα το πρόσωπο της
κι είναι καιρός πια να πούμε τα λιγοστά μας λόγια
γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά.

(Σεφέρης, “Ένας γέροντας στην ακροποταμιά»)

Η άσκηση της Ρουμπίνας Σαρελάκου από τα σπουδαστικά της χρόνια στις τεχνικές της χαρακτικής, λειτούργησε νομοτελειακά στη γενικότερη εξέλιξη της. Κι αυτό, γιατί καλλιεργήθηκε μέσα της μια αισθητι¬κή αγωγή που είναι σήμερα πλέον χαρακτηριστική στα 24 χρόνια της καλλιτεχνικής της δημιουργίας.

Η χαρακτική, από την ίδια της τη φύση, ζητάει καίριες και αυστηρές επιλογές: είναι μία επίμονη άσκηση στα λιτά εκφραστικά μέσα, στην ουσιαστικότητα του “λίγου”, μια θητεία στις διαδικασίες της απόσταξης που θέλουν “αθόρυβον ήθος και νήνεμον την ψυχήν”.
Η δουλειά της Ρουμπίνας Σαρελάκου προωθεί πάντα αυτόν τον εσωτερικό διάλογο με τα αντικείμενα των εικόνων της. Παρόλο που η ανθρώπινη μορφή απουσιάζει σχεδόν ολοκληρωτικά από τη θεματολογία της, είναι ευδιάκριτη και συνάμα υποβλητική η τάση της για ενανθρωπισμό των άψυχων ερεθισμάτων της.

Τα πρώτα χαρακτικά της (κυρίως ξυλογραφίες αλλά και λιθογραφίες ή χαλκογραφίες) εικονίζουν παλιά ετοιμόρροπα κτίρια, σύνολα ή κομμάτια μηχανών και καθημερινά αντικείμενα, ενώ αργότερα επικεντρώνονται σε συνθέσεις όπου κυριαρχούν σπαράγματα πέτρινων ανάγλυφων με υφασμάτινες πτυχώσεις, τσαλακωμένα χαρ¬τιά, φρούτα και γυάλινα σκεύη. Οι εικόνες αυτές αποδίδονται με αδρές φόρμες και δραματικές αντιπαραθέσεις ανοικτών και σκοτεινών τόνων, λειτουργώντας μεταιχμιακά ανάμεσα στη ρεαλιστική ακρίβεια της καταγραφής και τη μεταφυσική απόδοση της ψυχής των αντικειμένων.
Στην πορεία ανάδειξης της εικόνας μέσα από το “άμορφο” υπεισέρχεται και μία σειρά από διαδοχικές επεξεργασίες που καλύπτουν το χειρωνακτικό μέρος της δουλειάς, την κοπιώδη φυσική προσπάθεια καθώς και τις ευρηματικές λύσεις που συχνά υπαγορεύει η ίδια η υφή των υλικών.
Ήδη από τον Οκτώβριο του 1995 στο Γαλλικό Ινστιτούτο Θεσσαλονίκης όπου πρωτοεκτέθηκαν οι μήτρες των έργων αυτών, σε πλάγιο ξύλο ή πλάκες μετάλλου, τονίστηκε η αισθητική αξία ακόμη και των επιμέ¬ρους λεπτομεριών, καθώς οι μεγεθύνσεις αναδείκνυαν τη χειρονομιακή φινέτσα με το βέλο ή τη γούζα σε σκαλι¬σμένες επιφάνειες από σουηδικό, λεύκα, κελεμπέκι ή φλαμούρι. Αναφέρομαι σε λεπτομέρειες που από μόνες τους χρησίμεψαν και για τη φιλοτέχνηση αυτόνομων κοσμημάτων.

Η αναπαραστατική αλήθεια στα έργα τέχνης (είτε στο επίπεδο είτε στο χώρο) οφείλει πάντα να ξε¬περνά τους περιορισμούς της μίμησης, για να φτάσει στην ερμηνεία της ενδότερης ουσίας των πραγμάτων. Στόχος είναι το πέρασμα από την επιφάνεια στο βάθος, απ’ το φαινόμενο στο σημαινόμενο· και διαισθάνομαι πως καταλυτικότερη στιγμή είναι εκείνη η σιωπηλή αναμέτρηση του ζωγράφου με τον “άγραφο” μουσαμά του, ή του γλύπτη με την “αμίλητη” πέτρα του. Όλα ξεκινούν από αυτόν τον κρίσιμο μυστικό διάλογο, πριν εκλυθεί μέσα στο έργο η ζωντάνια της ψυχής ενός ανθρώπου.

Γιάννης Χ. Παπαιωάννου.

Να` τανε, λέει, ένα κείμενο
που να μιλά για το πεπερασμένο και το απέραντο του κύκλου,
για το τίποτα που ταξιδεύει μες στο παν
διεκπεραιώνοντας το Λίγο του Κόσμου.

Να` τανε κάποιο μικρό σχόλιο
για τις στιγμές που κατοπτρίζονται σα μικρές φεγγοβολιές
στην επιφάνεια ενός κόσμου που αρμενίζει,
για το μέγα μυστικό του ελάχιστου
που καταξιώνεται στην αυτάρκειά του και μόνο.

Να` τανε, λέει, ένα οδοιπορικό στα τοπία του ανεξιχνίαστου,
μιά κατάδυση στο αίνιγμα του ορατού,
μιά αποκάλυψη στο βυθό του μυστηρίου
καθαγιασμένη από τη μη-λέξη
τη μη-περιγραφή
τη μη-εξήγηση.

Κάπως έτσι ανέσυρε μες απ` το σιωπηλό χαρτί τις ζωγραφιές της.